Κατηγορίες
Αγροτικά Οικονομία

Η αδυναμία επιβίωσης των αγροτών. Το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα της ελληνικής κρίσης

 

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

 

 

Η κρίση στον πρωτογενή τομέα δεν είναι πια μια περιφερειακή δυσλειτουργία αλλά μια βαθιά ρωγμή στο οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της χώρας. Για χιλιάδες αγρότες, η γεωργία έχει πάψει να αποτελεί πηγή προοπτικής και ζωής. Η καθημερινότητά τους ορίζεται από χρέη, υψηλά κόστη και θεσμικές αδικίες που συσσωρεύονται επί μακρόν. Το κοινό τους μήνυμα, «δεν μπορούμε να ζήσουμε από τη δουλειά μας» δεν είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας αλλά περιγραφή μιας πραγματικότητας που επιδεινώνεται.

Η αποδυνάμωση του εισοδήματος ξεκινά από τον ίδιο τον πυλώνα των ενισχύσεων. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποκάλυψε ότι ο μηχανισμός που όφειλε να προστατεύει και να στηρίζει τους παραγωγούς λειτουργούσε με αδιαφάνεια, επιτρέποντας τη διοχέτευση πόρων σε σχήματα και πρόσωπα που δεν είχαν καμία σχέση με την παραγωγή. Όσο οι πραγματικοί αγρότες ανέμεναν τα δικαιώματά τους για να πληρώσουν χρέη και ξεκινήσουν τη νέα καλλιεργητική περίοδο, ένα δίκτυο ημετέρων και ευνοημένων αποσπούσε κρίσιμες ενισχύσεις, αφήνοντας χιλιάδες παραγωγούς σε αδιέξοδο.

Την ίδια ώρα, το κόστος παραγωγής εκτινάσσεται σε επίπεδα που καθιστούν κάθε προσπάθεια οικονομικά ασύμφορη. Ενέργεια, καύσιμα, λιπάσματα και άλλα βασικά εργαλεία της γεωργίας έχουν καταστεί απαγορευτικά, ακόμη και για οργανωμένες εκμεταλλεύσεις. Η προσπάθεια πλέον του παραγωγού δεν μεταφράζεται σε εισόδημα αλλά μετατρέπεται σε ζημιά. Η αντίφαση είναι προφανής. Όσο αυξάνεται η ανάγκη για παραγωγή, τόσο συρρικνώνεται η δυνατότητα του παραγωγού να παραγάγει.

Σε αυτό το περιβάλλον, η αγορά λειτουργεί με τρόπους που ακυρώνουν κάθε έννοια δικαιοσύνης. Οι τιμές παραγωγού παραμένουν καθηλωμένες σε επίπεδα που συχνά δεν καλύπτουν το κόστος, ενώ οι τιμές λιανικής παραμένουν σταθερά υψηλές ή και αυξάνονται. Η απόσταση ανάμεσα στο χωράφι και το ράφι δεν αποτυπώνει κανένα εμπορικό ή μεταφορικό κόστος. Αποτυπώνει μια στρεβλή αλυσίδα αξίας που συμπιέζει τον παραγωγό και επιβαρύνει τον καταναλωτή. Η κυβέρνηση βέβαια το ονομάζει «μηχανισμό αγοράς». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ολιγοπωλιακή ασυδοσία που δεν αγγίζεται, δεν ελέγχεται και δεν ρυθμίζεται. Ο παραγωγός φτωχαίνει, ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά και ενδιάμεσα κάποιοι κερδίζουν υπερβολικά. Αυτό δεν είναι αγορά, είναι στρέβλωση με πολιτική ανοχή.

Σ’ όλα αυτά προστίθεται η ανασφάλεια που προκαλεί η κλιματική κρίση. Ακραία φαινόμενα και ασθένειες καταστρέφουν σε λίγες ώρες την παραγωγή μηνών. Ο ΕΛΓΑ, παγιδευμένος σε διαδικασίες άλλης εποχής, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη νέα πραγματικότητα. Οι αποζημιώσεις είναι αργές, ανεπαρκείς και συχνά άδικες.

Αυτή η υποβάθμιση επιβεβαιώνεται πλέον και ποσοτικά. Τα στοιχεία της απογραφής του 2021 δείχνουν ότι την περίοδο 2009–2020 ο απασχολούμενος πληθυσμός στη γεωργία μειώθηκε κατά περίπου ένα τέταρτο, ενώ οι καλλιεργούμενες εκτάσεις περιορίστηκαν και η πτώση των εκμεταλλεύσεων με ζώα υπήρξε εντυπωσιακή σε μέγεθος και ταχύτητα. Πρόκειται για δείκτες συστημικής υποχώρησης, πριν ακόμη συνυπολογιστούν οι αναταράξεις της περιόδου 2021–2025, με την ενεργειακή κρίση, τον πληθωρισμό, τις ζωονόσους με 500 χιλιάδες ζώα να έχουν θανατωθεί,  τις θεσμικές δυσλειτουργίες και την επιτάχυνση των κλιματικών πιέσεων. Σε επόμενη παρέμβαση θα παρουσιαστούν αναλυτικά πρωτογενή δεδομένα, ιδιαίτερα για τη Δυτική Ελλάδα και την Ηλεία, όπου οι αλλαγές είναι ακόμη δραματικότερες.

Το αποτέλεσμα αυτής της συσσώρευσης είναι η απώλεια προοπτικής για έναν ολόκληρο κόσμο. Νέοι δεν εισέρχονται στον κλάδο, παλαιότεροι αποχωρούν, η ύπαιθρος αδειάζει, η παραγωγή συρρικνώνεται και η χώρα γίνεται ολοένα πιο εξαρτημένη από εισαγωγές. Το αγροτικό ζήτημα παύει έτσι να είναι ζήτημα ενός κλάδου. Γίνεται ζήτημα εθνικής ασφάλειας, οικονομικής αυτοδυναμίας και κοινωνικής συνοχής.

Αυτός ο φαύλος κύκλος δεν ανατρέπεται με αποσπασματικές και ελλειμματικές ενισχύσεις. Δεν αλλάζει όταν χιλιάδες αγρότες, τις τελευταίες ημέρες,  δεν έλαβαν αυτά που δικαιούνταν και άλλοι δεν έλαβαν τίποτε.  Απαιτεί μια νέα στρατηγική που ξεκινά από την πλήρη εξυγίανση του μηχανισμού ενισχύσεων, τη μείωση του κόστους παραγωγής με συγκεκριμένες πολιτικές και μια αποφασιστική ρύθμιση της αγοράς, ώστε ο παραγωγός να αμείβεται δίκαια και ο καταναλωτής να προστατεύεται.

Όμως η κρίση του αγροτικού τομέα δεν αφορά μόνο τη γη. Αφορά την ικανότητα της χώρας να σταθεί όρθια. Κι αν ο παραγωγός δεν μπορεί να ζήσει από τη δουλειά του, τότε η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια οικονομική δραστηριότητα. Κινδυνεύει να χάσει τον ίδιο τον παραγωγικό της πυρήνα.

ΥΓ. Η κυβέρνηση οφείλει άμεσα και χωρίς άλλη καθυστέρηση να αποδώσει στους αγρότες τις ενισχύσεις που δικαιούνται.

Κατηγορίες
Κοινοβούλιο Πολιτική

Κρίση θεσμών και η νέα μορφή πολιτικής αμφισβήτησης

 

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,

Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Η σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα διανύει μια περίοδο βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης. Δεν πρόκειται, απλώς και μόνο, για φθορά προσώπων ή για την κόπωση μιας κυβέρνησης. Πρόκειται για τη σταδιακή διάβρωση της εμπιστοσύνης στους ίδιους τους θεσμούς, στα κόμματα, στη δημόσια σφαίρα, ακόμη και στην έννοια της συλλογικής εκπροσώπησης.

Από το 1974 και μετά, η ελληνική δημοκρατία στηρίχθηκε σε ένα μοντέλο αντιπροσώπευσης που συνδύασε τον κοινοβουλευτισμό με τον κρατισμό και την κομματική διαμεσολάβηση. Αυτό το μοντέλο, όσο κι αν επέτρεψε τη σταθεροποίηση του πολιτεύματος, δημιούργησε σταδιακά μια κουλτούρα εξάρτησης. Το κράτος ως προνοιακός πάροχος, το κόμμα ως μεσάζων και ο πολίτης ως πελάτης.

Η δεκαετία των μνημονίων αποκάλυψε τα όρια αυτού του σχήματος. Η πολιτική τάξη όμως δεν κατόρθωσε να μετασχηματίσει τη κρίση σε ευκαιρία ανατροπών και δομικής μεταρρύθμισης αλλά αναπαρήγαγε τις ίδιες συστημικές δομές.

Το αποτέλεσμα, είναι ένα σύστημα πολιτικά λειτουργικό αλλά κοινωνικά απονομιμοποιημένο. Η Βουλή ψηφίζει, η κυβέρνηση διοικεί, οι θεσμοί τυπικά υπάρχουν αλλά η κοινωνία δεν τους πιστεύει.

Η πολιτική πλέον απώλεσε το νόημα της εκπροσώπησης και κατέληξε σε μια «θεατρική σκηνοθεσία».

Είναι γνωστό ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση, στηρίχθηκε σε τρεις πυλώνες:

  • τον κομματικό ανταγωνισμό ως μηχανισμό αντιπροσώπευσης,
  • το κράτος πρόνοιας ως εργαλείο κοινωνικής ενσωμάτωσης,
  • και την ευρωπαϊκή προοπτική ως υπόσχεση εκσυγχρονισμού και σταθερότητας.

Κανένας όμως από αυτούς τους πυλώνες δεν παραμένει σήμερα ακέραιος. Ο κομματικός ανταγωνισμός έχει εκφυλιστεί σε επικοινωνιακή σκηνοθεσία χωρίς ιδεολογικό βάθος. Το κράτος πρόνοιας αντικαταστάθηκε από αποσπασματικές πολιτικές επιδομάτων. Και η ευρωπαϊκή προοπτική, άλλοτε φορέας προσδοκίας, αντιμετωπίζεται πλέον με αμφιθυμία ή και ευθεία αμφισβήτηση.

Η συνέπεια είναι εμφανής. Το πολιτικό σύστημα χάνει τη νομιμοποιητική του ισχύ γιατί έπαψε να είναι διαμεσολαβητής μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας. Λειτουργεί σαν αυτόνομο σύμπαν, που παράγει λόγο και αποφάσεις ερήμην του κοινωνικού σώματος. Οι πολίτες, αισθανόμενοι αποκλεισμένοι από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων,  μετατρέπονται σε παρατηρητές μιας πολιτικής σκηνής που δεν τους αφορά.

Πως, σχετικά επιβεβαιώνονται όμως τα παραπάνω;

Η πρόσφατη δημοσκόπηση της ALCO (29 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 2025) επιβεβαίωσε αυτό που πολλοί διαισθάνονται τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική κοινωνία δεν εμπιστεύεται πλέον το πολιτικό σύστημα. Όταν 8 στους 10 πολίτες δηλώνουν ότι οι θεσμοί βρίσκονται σε κρίση, δεν μιλάμε για απλή αγανάκτηση αλλά για μια πολιτική ρωγμή στο κέντρο της δημοκρατικής λειτουργίας. Και όταν η αναποφασιστικότητα αγγίζει το 21,5%, το υψηλότερο ποσοστό από το 2016, τότε το πολιτικό σύστημα δεν έχει απέναντί του έναν ευμετάβλητο εκλογικό χάρτη αλλά μια κοινωνία που αποσύρει την εμπιστοσύνη της από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.

Αυτή η αποστασιοποίηση δεν παραπέμπει απλά σε πρόσκαιρη ουδετερότητα. Είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, πράξη σιωπηρής καταγγελίας προς ένα μοντέλο διακυβέρνησης που λειτουργεί χωρίς σχέδιο, χωρίς λογοδοσία και χωρίς ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο. Είναι συνάμα καταγγελία προς μια αντιπολίτευση που δεν έχει καταφέρει ακόμη να αρθρώσει μια εναλλακτική προοδευτική αφήγηση που να εμπνέει και να δίνει προοπτική.

Η εκτίναξη των αναποφάσιστων αποτελεί έντονο σύμπτωμα κόπωσης και απώλειας εμπιστοσύνης. Οι πολίτες έχουν κουραστεί από:

  • πολιτικές που αναπαράγουν ανισότητες,
  • θεσμούς που δεν προστατεύουν,
  • ένα κράτος που αποτυγχάνει στα στοιχειώδη,
  • δημόσια διοίκηση που θυμίζει περισσότερο μηχανισμό εξυπηρετήσεων παρά σύστημα υπηρεσιών.

Ξεκάθαρα, η κυβέρνηση έχει απωλέσει το μονοπώλιο της αξιοπιστίας, η αντιπολίτευση δεν έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη και η κοινωνία επιλέγει την «αναστολή κρίσης» ως τρόπο πολιτικής άμυνας.

Τα τραγικά γεγονότα των Τεμπών, η συστημική δυσλειτουργία, η αδιαφάνεια και η διαφθορά που αναδείχθηκαν μέσω του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, η χειραγώγηση της δικαιοσύνης, η απορρύθμιση βασικών δημοσίων αγαθών όπως η υγεία και η εκπαίδευση, είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού περιβάλλοντος όπου η ευθύνη συστηματικά «εξατμίζεται».

Είναι όμως αυτά, απλώς λάθη;  Θα έλεγα ότι είναι πολιτικές επιλογές που έχουν κόστος ζωής, αξιοπρέπειας και δημοκρατίας.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει εγκλωβιστεί σε μια λογική διαχείρισης της εικόνας αντί της πραγματικότητας. Η κυβέρνηση κυβερνά με ορίζοντα τον επικοινωνιακό κύκλο και όχι τον κοινωνικό στόχο. Αντίστοιχα, μεγάλο μέρος του πολιτικού λόγου της αντιπολίτευσης αντιμετωπίζει τα προβλήματα ως ευκαιρίες καταγγελίας και όχι ως προκλήσεις σχεδιασμού.

Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον, η πολιτική ηγεσία δεν λειτουργεί ως φορέας λύσεων αλλά ως μηχανισμός εκτροπής της συζήτησης από την ουσία στην εντύπωση.  Η συνέπεια είναι η συρρίκνωση του δημόσιου διαλόγου και το εκρηκτικό ποσοστό αναποφάσιστων.

Το πολιτικό προσωπικό λειτουργεί σε ένα κλειστό κύκλωμα αναπαραγωγής του ίδιου μοντέλου εξουσίας και αδιαπέραστο από τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Όσο όμως το κράτος λειτουργεί χωρίς λογοδοσία, όσο οι θεσμοί παραμένουν ευάλωτοι σε πολιτικές παρεμβάσεις, όσο η δημόσια διοίκηση παραμένει εξαρτημένη και αποσπασματική τόσο η κρίση θα βαθαίνει.

Η αλήθεια είναι απλή. Δεν μπορεί κανείς να ζητά εμπιστοσύνη χωρίς να αλλάζει τίποτα. Και η κοινωνία το γνωρίζει.

Σε αυτή την κρίση, οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να αρκεστούν σε ευχές, μικρομεταρρυθμίσεις ή σε αναπαραγωγή μιας ρητορικής «ήπιας διαφωνίας». Η προοδευτική πρόταση οφείλει να είναι:

  • θεσμικά μαχητική και έτοιμη να συγκρουστεί με τις εστίες αδιαφάνειας
  • κοινωνικά στοχευμένη, με πολιτικές που μειώνουν τις δομικές ανισότητες
  • διοικητικά ικανή και τεχνοκρατικά επαρκής, με αποτελεσματικό κράτος και αποκομματικοποίηση των θεσμών,
  • και στρατηγικά συνεκτική, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένο σχέδιο διακυβέρνησης που υπερβαίνει την επικοινωνιακή πολιτική και απαντά στην κρίση νομιμοποίησης

Ως εκ τούτου, η χώρα χρειάζεται μια πολιτική δύναμη που να βλέπει μακριά, όχι μια αντιπολίτευση που περιμένει «να φθαρεί ο άλλος». Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα τολμηρό, που θα συνδέει την πολιτική με το δημόσιο συμφέρον και όχι με την εκάστοτε εξουσία.

Η δημοσκόπηση της ALCO δεν περιγράφει μια απλή πολιτική δυσαρέσκεια αλλά μια κρίση που ακουμπά τη βάση της δημοκρατίας. Την εμπιστοσύνη. Χωρίς εμπιστοσύνη, οι θεσμοί μοιάζουν με άδεια κουφάρια και οι εκλογές με σκηνοθετημένη επιβεβαίωση μιας τάξης πραγμάτων που δεν πείθει πια κανέναν.

Η χώρα χρειάζεται νέα πολιτική ηγεσία, νέο προσανατολισμό και νέα σχέση με την κοινωνία. Όχι μια «ανακύκλωση» του ίδιου συστήματος  αλλά μια πραγματική προοδευτική τομή.

Αυτό βέβαια απαιτεί πολιτικό θάρρος, σχέδιο και ουσιαστική σύγκρουση με το παλιό. Γιατί η κρίση των θεσμών δεν θα λυθεί με διαχείριση. Θα λυθεί μόνο με πολιτική αναγέννηση.

Ειδάλλως, θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το γνωστό έργο του Colin Crouch,  «Η Μεταδημοκρατία», για να δούμε πιο καθαρά το παρόν και, βεβαίως, το μέλλον που έρχεται αν δεν αντιδράσουμε.

 

Κατηγορίες
Κοινοβούλιο Πολιτική

Η φωτογραφία που ξεγύμνωσε την Ευρώπη

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,

Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Η αφορμή για να γραφτούν αυτές οι σκέψεις ήταν μια φωτογραφία. Μια εικόνα που, ακόμη κι αν κάποιος δεν είναι ειδικός στις διεθνείς σχέσεις, αρκεί για να γεννήσει ερωτήματα, προβληματισμούς αλλά και ανησυχίες. Γιατί οι εικόνες έχουν τη δύναμη να ξεπερνούν την ψυχρή ανάλυση και να μιλούν κατευθείαν στη συνείδηση των πολιτών. Έχει ειπωθεί πως «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις». Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η εικόνα του Οβάλ Γραφείου συνοψίζεται σε τρεις μόνο λέξεις που θα έπρεπε να αντηχούν σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Η Ευρώπη απέτυχε. Απέτυχε να διαμορφώσει στρατηγική, απέτυχε να αναλάβει ρόλο πρωταγωνιστή στην αποκατάσταση της ειρήνης στον πόλεμο που μαίνεται στην αυλή της, απέτυχε να σταθεί ως ισότιμος συνομιλητής στο τραπέζι όπου κρίνεται το ίδιο της το μέλλον.

Υπάρχουν βέβαια στιγμές όπου η εικόνα μιλά πιο δυνατά από τις λέξεις. Η σκηνή στο Οβάλ Γραφείο, με τον  Τραμπ καθισμένο πίσω από το εμβληματικό γραφείο και απέναντί του, «κορυφαίους» ηγέτες της Ευρώπης μαζί με τον  Ζελένσκι ελάχιστο χρόνο μετά τη συνάντησή του με τον Πούτιν, δεν είναι απλώς διπλωματική διαδικασία. Είναι μια αλληγορία εξουσίας, μια υπενθύμιση του ποιος μιλά και ποιος ακούει.

Ο συμβολισμός είναι ανελέητος. Ο Τραμπ ενσαρκώνει τον «δάσκαλο» που διδάσκει. Η Ευρώπη κάθεται ως «τάξη» που παρακολουθεί. Και στο βάθος, ο χάρτης της Ουκρανίας, σαν σιωπηλή μαρτυρία ότι το μέλλον της συζητήθηκε αλλού, ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Μόσχα  και παρουσιάζεται στους Ευρωπαίους εκ των υστέρων. Η πολιτική της Ευρώπης απέτυχε. Οι όροι της ειρήνης δεν θα διαμορφωθούν από εκείνη αλλά θα της ανακοινωθούν.

Η παρουσία του Ζελένσκι, ενισχύει τον συμβολισμό της εξάρτησης. Ο Ουκρανός πρόεδρος δεν στέκεται δίπλα στον Τραμπ αλλά απέναντι μαζί με τους Ευρωπαίους, σαν να περιμένει οδηγίες για το μέλλον της χώρας του. Το μήνυμα είναι σκληρό. Η Ουκρανία και η Ευρώπη βρίσκονται στην ίδια θέση, θεατές μιας ιστορίας που γράφουν άλλοι.

Η φωτογραφία όμως αυτή δεν είναι μόνο το πορτρέτο μιας στιγμής, είναι η απεικόνιση μιας ολόκληρης εποχής. Η Ευρώπη, που θέλησε να αυτοχαρακτηριστεί «γεωπολιτική δύναμη», εμφανίζεται αδύναμη να χαράξει αυτόνομη στρατηγική. Όταν οι όροι της ειρήνης για τον πιο αιματηρό πόλεμο των τελευταίων δεκαετιών καθορίζονται αλλού, τότε η αυταπάτη της «στρατηγικής αυτονομίας» καταρρέει με πάταγο.

Η εικόνα είναι και πολιτικό σχόλιο πάνω στη σχέση παλιού και νέου κόσμου. Η Αμερική παραμένει το κέντρο βάρους, η Ρωσία επιμένει να διεκδικεί ρόλο ισότιμου συνομιλητή και τα καταφέρνει επιτυχώς και η Ευρώπη μένει παγιδευμένη ανάμεσα στην ιστορική της εξάρτηση και στην αδυναμία της να ωριμάσει στρατηγικά. Είναι σαν ένας ώριμος οικονομικός γίγαντας που όμως πολιτικά και στρατιωτικά συμπεριφέρεται σαν έφηβος που χρειάζεται καθοδήγηση.

Για την Ελλάδα, η πρόκληση είναι ακόμη πιο μεγάλη. Σε μια τέτοια συγκυρία, δεν μπορεί να επαναπαύεται στην ιδέα ότι «ανήκουμε στη Δύση» και όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν αυτόματα. Αντίθετα, χρειάζεται τόλμη για να επαναπροσδιορίσει την εξωτερική της πολιτική. Να παραμείνει σταθερά αγκυρωμένη στη Δύση αλλά ταυτόχρονα να αναπτύξει ένα δίκτυο συμμαχιών και να συνδυάσει τη συμμετοχή με την πρωτοβουλία, να μη μένει παθητικός θεατής.

Διότι αν η Ευρώπη σήμερα μοιάζει να κάθεται «στο θρανίο», η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί στο τελευταίο θρανίο, χωρίς φωνή, χωρίς ρόλο. Και αυτό θα ήταν ιστορικό λάθος. Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας μικρής σε μέγεθος κρίνεται από την ικανότητά της να υπερβαίνει την αδυναμία με στρατηγική σκέψη, με συμμαχίες, με διορατικότητα. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, αυτό που είπε ο  Λόρδος Palmerston, 1784-1865, πολιτικός και πρωθυπουργός της Αγγλίας. «Τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα».

Το Οβάλ Γραφείο έδωσε το μάθημα.

Το ερώτημα που απομένει είναι: θα μείνουμε για πάντα μαθητές ή θα τολμήσουμε να γίνουμε συνδιαμορφωτές της ιστορίας που γράφεται;

Γιατί αν κάτι μας διδάσκει αυτή η φωτογραφία, είναι ότι όποιος δεν μιλά, στο τέλος ακούει μόνο τις αποφάσεις των άλλων.

 

Κατηγορίες
Κοινωνία Περιφερειακά Νέα

Δύο κόσμοι στο ίδιο κράτος με διαφορετικούς κανόνες Πανελλαδικές εξετάσεις & σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,

Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

 

Στη σύγχρονη Ελλάδα, δύο αντίθετοι κόσμοι μεταξύ άλλων, συνυπάρχουν με έντονη αντίφαση. Οι πανελλαδικές εξετάσεις και το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ αποκαλύπτουν τη βαθιά ανισορροπία στη λειτουργία του κράτους.

Από τη μία πλευρά, οι πανελλαδικές εξετάσεις συμβολίζουν αυστηρότητα, πειθαρχία και τον θεσμό της αξιοκρατίας. Από την άλλη, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ καταδεικνύει ένα σύστημα διαχείρισης δημόσιων πόρων με ελλιπή διαφάνεια, πολιτικές παρεμβάσεις, έλλειψη λογοδοσίας και προκλητικής ασυδοσίας ενός δικτύου, πολιτικά προστατευόμενης παρασιτικής ελίτ.

Παρά τις αδυναμίες τους, οι πανελλαδικές εξετάσεις παραμένουν ένας από τους λίγους μηχανισμούς του κράτους που λειτουργούν με διαφάνεια. Χιλιάδες μαθητές εξετάζονται με ενιαίους κανόνες και προκαθορισμένα κριτήρια. Όλοι αντιμετωπίζονται ισότιμα, χωρίς προνόμια ή άμεση πρόσβαση σε προστατευτικά δίκτυα. Η επίδοση μετριέται αντικειμενικά, ο ανταγωνισμός θεωρείται θεμιτός, ενώ η «ευκαιρία» παρουσιάζεται ως κοινό δικαίωμα όλων.

Αντίθετα, το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ διαλύει κάθε έννοια θεσμικής συνέπειας. Ευρωπαϊκά κονδύλια, σχεδιασμένα για την ενίσχυση των αγροτών, χρησιμοποιήθηκαν για τον πλουτισμό «ημετέρων». Η έρευνα ξεκίνησε όχι από ελληνικούς ελεγκτικούς θεσμούς αλλά από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους απέτυχαν και η ελληνική δικαιοσύνη μάλλον είναι «τυφλή και κωφή», προκαλώντας έτσι αρχικά την απάθεια και στη συνέχεια την οργή στην κοινωνία.

Η αντίφαση αυτή αντικατοπτρίζει τη διττή φύση του ελληνικού κράτους.

Αυστηρότητα για τους αδύναμους, προστασία για τους ισχυρούς. Η έννοια της ευθύνης χάνει τη σημασία της όταν εφαρμόζεται κατά το δοκούν. Ο υποψήφιος των πανελλαδικών εξετάσεων διδάσκεται ότι η πρόοδος απαιτεί κόπο. Ο πολιτικός παράγοντας, αντίθετα, αποδεικνύει ότι η εγγύτητα στην εξουσία υπερισχύει των κανόνων.

Η συνύπαρξη αυτών των δύο πραγματικοτήτων, μέσα στο ίδιο κρατικό πλαίσιο, υπονομεύει την ιδέα της ισονομίας. Όταν το κράτος απαιτεί ηθική από τους πολίτες, αλλά δεν την εφαρμόζει στους δικούς του μηχανισμούς, χάνει την εμπιστοσύνη που απαιτείται για τη λειτουργία του. Αυτό δεν αποτελεί διοικητική αδυναμία αλλά κρίση ταυτότητας του πολιτικού συστήματος.

Η νέα γενιά, στην οποία επενδύονται μεγάλες προσδοκίες, εκτίθεται σε αυτή τη θεσμική ασυνέπεια με τον πιο επίσημο τρόπο. Από τη μία καλείται να αποδείξει την αξία της με όρους αξιοκρατίας από την άλλη βλέπει ένα σύστημα που επιβραβεύει τις γνωριμίες αντί της ικανότητας. Το μήνυμα είναι ηθικά διφορούμενο, γεννώντας όχι απλά απογοήτευση αλλά βαθιά αμφισβήτηση.

Η έξοδος από αυτό το ζοφερό περιβάλλον δεν θα έρθει με ευχολόγια. Απαιτεί θάρρος, θεσμική ανασυγκρότηση και ειλικρίνεια στην εφαρμογή ίδιων κανόνων για όλους.

Οι θεσμοί χάνουν το κύρος τους όταν εφαρμόζονται επιλεκτικά. Η δημοκρατία αποδυναμώνεται όταν ο νόμος γίνεται προνόμιο. Η αξιολόγηση χάνει το νόημά της όταν δεν είναι καθολική.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ πέραν από παραβίαση κανόνων, είναι παραβίαση της ίδιας της υπόσχεσης του κράτους προς τον πολίτη για ίσες ευκαιρίες, συλλογική ευθύνη και διαφάνεια στην εξουσία. Αν αυτή η υπόσχεση δεν αποκατασταθεί, η εμπιστοσύνη χάνεται. Και μια κοινωνία χωρίς εμπιστοσύνη στους θεσμούς της παύει να λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο.

Οι πανελλαδικές εξετάσεις και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι οι καθρέφτες των δύο Ελλάδων.

Η μία μοχθεί, η άλλη εκμεταλλεύεται. Η μεταξύ τους σύγκρουση είναι διαρκής και θεμελιώδης. Και το αποτέλεσμα αυτής της μάχης θα καθορίσει όχι μόνο την αποδοτικότητα των θεσμών αλλά και την ίδια την επιβίωση της δημοκρατίας.

Το ζητούμενο, πλέον, δεν είναι μόνο η αποκάλυψη σκανδάλων ή η περιστασιακή απονομή ευθυνών. Είναι η σταθερή οικοδόμηση μιας κουλτούρας θεσμικής συνέπειας. Μιας κουλτούρας που θα επιβραβεύει την προσπάθεια, θα αποτρέπει την καταχρηστική εξουσία και θα αποκαθιστά την έννοια της δικαιοσύνης στην καθημερινότητα των πολιτών.

Οι νέοι, που σήμερα αγωνίζονται μέσα από τις πανελλαδικές εξετάσεις για μια θέση στο μέλλον, δε χρειάζονται απλώς ελπίδα. Χρειάζονται ένα πλαίσιο στο οποίο η αξία τους θα μετριέται δίκαια και η πρόοδός τους δεν θα εξαρτάται από τις διασυνδέσεις ή τις σκιώδεις σχέσεις με την εξουσία. Αν αυτό το πλαίσιο δε θεμελιωθεί, τότε η αξιοκρατία θα παραμείνει μια ρητορική επίφαση και η κοινωνική κινητικότητα ένα άπιαστο όνειρο.

Καταλήγοντας,

Αν η πολιτική φιλοδοξεί να είναι η τέχνη του εφικτού, όπως έλεγε ο Bismarck, τότε πρέπει να πάψει να είναι η «τέχνη» της συγκάλυψης, της συνενοχής και της διαφθοράς.

Η πολιτική απαξίωση που βιώνουμε σήμερα δεν είναι απαραίτητα το τέλος. Μπορεί να αποτελέσει την αρχή. Κάθε κρίση εμπεριέχει έναν σπόρο αναγέννησης και αλλαγής.

Η σιωπή της πλειοψηφίας είναι ίσως η ηρεμία πριν από τη συνειδητή και ουσιαστική αντίδραση. Μια κοινωνία που έχει χάσει την εμπιστοσύνη της δεν έχει πεθάνει, όσο και αν κάποιοι το επιθυμούν. Είναι έτοιμη να την ξαναχτίσει, αν της δοθεί η ευκαιρία.

Η Ελλάδα οφείλει, επιτέλους, να επιλέξει σε ποιον κόσμο θέλει να ανήκει. Σε εκείνον της προσπάθειας, της δικαιοσύνης και της διαφάνειας ή σε εκείνον της ατιμωρησίας, της μετριότητας και της αυθαιρεσίας. Δεν πρόκειται για ηθικοφιλοσοφικό δίλημμα. Είναι ζήτημα επιβίωσης της ίδιας της δημοκρατίας.

Κατηγορίες
Αγροτικά Οικονομία

Εξαγωγικός αποκλεισμός και κατάρρευση τιμών πλήττουν τους παραγωγούς στην Ηλεία και αλλού

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,

Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Το τελευταίο διάστημα, στο ν. Ηλείας και στην ευρύτερη περιοχή, εκτυλίσσεται μια σιωπηλή καταστροφή. Χιλιάδες τόνοι αγροτικών προϊόντων (καρπουζιών κ.ά), προϊόν σκληρής δουλειάς και οικονομικής επένδυσης, μένουν αδιάθετοι, εγκλωβισμένοι εντός των εθνικών συνόρων.

Αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ΕΘΕΑΣ για το καρπούζι, που βρίσκεται στο μέγιστο της συγκομιδής του, πάνω από 1000 φορτηγά είναι εγκλωβισμένα με το προϊόν και περιμένουν εδώ και μια βδομάδα στο λιμάνι της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας ώστε να περάσουν στην Ιταλία και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Οι παραγωγοί αδυνατούν να διαθέσουν τη σοδειά τους στην ευρωπαϊκή αγορά, καθώς οι απεργιακές κινητοποιήσεις στα πλοία της Αδριατικής έχουν παραλύσει τις μεταφορές.

Η κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία. Τα προϊόντα, λόγω υψηλών θερμοκρασιών, χρειάζονται άμεση συγκομιδή. Όμως, χωρίς διέξοδο προς τις βασικές εξαγωγικές αγορές, παραμένουν στα χωράφια.

Το πρόβλημα, πλέον, δεν είναι μόνο ότι δεν μπορούν να εξαχθούν. Είναι ότι η εγχώρια αγορά αδυνατεί να απορροφήσει τις ποσότητες, με αποτέλεσμα τη ραγδαία πτώση των τιμών, την απόλυτη υποτίμηση του προϊόντος και, τελικά, την οικονομική συντριβή των παραγωγών.

Το διακύβευμα δεν αφορά μια «ατυχία της χρονιάς». Είναι μια συνθήκη που μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση ολόκληρο το παραγωγικό μοντέλο μιας περιοχής.

Οι εξαγωγές προς την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη δεν είναι απλώς μια εμπορική διέξοδος. Είναι το θεμέλιο μιας σχέσης εμπιστοσύνης και συνέχειας, που χτίστηκε σταδιακά τα τελευταία χρόνια. Εάν οι παραγγελίες χαθούν ή ακυρωθούν, οι αγοραστές θα στραφούν αλλού. Η ζημία δεν θα είναι μόνο φετινή αλλά θα είναι μακροχρόνια, διαρθρωτική και δύσκολα αναστρέψιμη.

Η απεργία στα πλοία της Αδριατικής δημιουργεί μια πρωτοφανή αλυσίδα ζημιών, με τους παραγωγούς να υφίστανται τις συνέπειες χωρίς να έχουν καμία ευθύνη και χωρίς καμία διέξοδο.

Δεν είναι ο ρόλος μου να αμφισβητήσω ή να υποτιμήσω τις διεκδικήσεις των ναυτεργατών. Δεν αναζητώ ενόχους. Δεν στρέφω στην κοινωνία, τη μία επαγγελματική ομάδα ενάντια στην άλλη. Δεν συνηγορώ σε κανένα είδος κοινωνικού αυτοματισμού.

Όμως, η Πολιτεία, για ακόμη μια φορά, αποδεικνύεται απροετοίμαστη να διαχειριστεί τις παρενέργειες μιας κρίσης που επηρεάζει άμεσα τον παραγωγικό ιστό της περιοχής και της χώρας.

Η αδυναμία παρέμβασης δεν απαλλάσσει την Πολιτεία από την υποχρέωση στήριξης εκείνων που πλήττονται. Αν οι διεθνείς μεταφορές καθίστανται ανέφικτες λόγω απεργιακής κινητοποίησης, το κράτος οφείλει:

  • Να αναγνωρίσει άμεσα και επίσημα τη ζημιά, ως γεγονός ανωτέρας βίας, για τους πληγέντες παραγωγούς.
  • Να ενεργοποιήσει έκτακτα χρηματοδοτικά εργαλεία, εθνικά ή ευρωπαϊκά, ώστε να αποζημιωθεί η απώλεια εισοδήματος.
  • Να οργανώσει εναλλακτικά σχήματα μεταφοράς, αξιοποιώντας χερσαία δίκτυα και συνεργασίες με γειτονικές  χώρες.
  • Να διασφαλίσει την προστασία των υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών, ώστε η Ελλάδα να παραμείνει αξιόπιστος προμηθευτής στις ευρωπαϊκές αγορές.

Η ευθύνη, επομένως, δεν είναι επιχειρηματική, ούτε προσωπική. Είναι πολιτική. Είναι το ζήτημα της παρουσίας ή της απουσίας του κράτους, όταν οι πολίτες του, πλήττονται από κρίσεις που δεν ελέγχουν.

Αυτό που ζητούν σήμερα οι αγρότες της περιοχής δεν είναι κατανόηση. Ζητούν πολιτική βούληση, συντονισμό, ουσιαστική προστασία και λύσεις.  

Ζητούν την ελάχιστη θεσμική ανταπόκριση απέναντι σε μια εξελισσόμενη κρίση. Αν το κράτος δεν ανταποκριθεί τώρα, οι συνέπειες δεν θα είναι μόνο οικονομικές αλλά και κοινωνικές, δημογραφικές και παραγωγικές.

Οι Βουλευτές της Ηλείας, η Περιφερειακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι παραγωγικοί φορείς, οφείλουν να κινητοποιηθούν συλλογικά. Όχι για να επιρρίψουν ευθύνες αλλά για να διεκδικήσουν λύση.

Οι κρίσεις δεν λύνονται με ευχολόγια ή σιωπή, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ηλεία αλλά με πολιτική βούληση και συγκεκριμένες ενέργειες.

Ας μη χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος. Το κράτος οφείλει να είναι δίπλα σε όσους πλήττονται, όχι μόνο όταν τους ζητάει φόρους και επιβάλλει υποχρεώσεις αλλά και όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε ανάγκη.

Ας αναλογιστούμε ότι,

Η εγκατάλειψη της υπαίθρου δεν έρχεται από την έλλειψη ενδιαφέροντος και θέλησης. Έρχεται όταν οι κόποι μιας χρονιάς  ή μιας ζωής,  καταρρέουν χωρίς κανείς να αναλάβει την ευθύνη.

 

Κατηγορίες
Κοινωνία Περιφερειακά Νέα

Ειδικό τιμολόγιο ενέργειας για τα Δημόσια Πανεπιστήμια: Η εμπειρία του «προγράμματος-τιμολογίου ΓΑΙΑ» ως βάση πολιτικής και μοντέλο εφαρμογής

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,

Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της χώρας, πυλώνας κοινωνικής συνοχής, επιστημονικής προόδου και εθνικής ανάπτυξης. Η λειτουργία του στηρίζεται σε υποδομές υψηλής ενεργειακής έντασης, χωρίς όμως να διαθέτει εμπορικό χαρακτήρα ή δυνατότητα ανάκτησης του κόστους μέσω ανταποδοτικών μηχανισμών. Παρά την κρισιμότητα του ρόλου του, το Δημόσιο Πανεπιστήμιο εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται από την ενεργειακή πολιτική ως κοινός καταναλωτής με χρεώσεις που κυμαίνονται  από 0,135 – 0,155 €/kWh.

Η απουσία διακριτού ενεργειακού καθεστώτος για τα ΑΕΙ δημιουργεί συνθήκες οικονομικής ασφυξίας, επηρεάζει τον λειτουργικό και στρατηγικό τους προγραμματισμό και συχνά οδηγεί σε αναστολή επενδύσεων που σχετίζονται με την ποιότητα των σπουδών, την έρευνα και την τεχνολογική ανανέωση των υποδομών.

Αν και αποτελούν θεσμοθετημένους φορείς δημόσιας ωφέλειας, τα Δημόσια Πανεπιστήμια δεν προστατεύονται έναντι των διακυμάνσεων της αγοράς ενέργειας, ούτε εντάσσονται σε κάποιο μηχανισμό σταθερότητας ή ενίσχυσης.

Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει σταθερό, υψηλό και κοινωνικά αναγκαίο ενεργειακό φορτίο, χωρίς τα εργαλεία ή τη διαχειριστική ευελιξία να ανταπεξέλθει σε κρίσεις κόστους ή χρηματοδοτικά κενά. Η ενεργειακή πολιτική οφείλει να αναγνωρίσει τη θεσμική ιδιαιτερότητα των ΑΕΙ και να διαμορφώσει ένα διακριτό και βιώσιμο μοντέλο τιμολόγησης, προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους.

Η ανάγκη για ένα Ακαδημαϊκό Τιμολόγιο Ενέργειας είναι συνεπώς επιτακτική.

Ένα ισχυρό προηγούμενο πολιτικής παρέμβασης αποτελεί το «πρόγραμμα – τιμολόγιο ΓΑΙΑ», που εφαρμόζεται επιτυχώς σε φορείς του πρωτογενούς τομέα και συνεταιριστικές δομές. Το πρόγραμμα αυτό, μεταξύ άλλων, εξασφαλίζει σταθερό κόστος ενέργειας,  0,093 –0,098 €/kWh, προβλέπει 10ετή χρονικό ορίζοντα, ρυθμίζει παλαιές οφειλές άτοκα και δημιουργεί μηχανισμό διαχειρίσιμου κινδύνου.

Με σχετική Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β’ 2214/11.04.2024), του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου. Στην ίδια απόφαση περιγράφεται και η διαδικασία ένταξης των καταναλωτών – ωφελούμενων,  που υποχρεούνται να προσφέρουν οι πάροχοι.

Πιο συγκεκριμένα, οι χρεώσεις σύμφωνα με το «πρόγραμμα – τιμολόγιο ΓΑΙΑ», διαμορφώνονται από 0,093–0,098 €/kWh για ωφελούμενους χωρίς ληξιπρόθεσμες οφειλές και για ωφελούμενους με ληξιπρόθεσμες οφειλές  0,10 – 0,11 €/kWh

Το συγκεκριμένο μοντέλο ή κάποιο αντίστοιχο  μπορεί να επεκταθεί ή να εφαρμοστεί, με αναλογικές προσαρμογές και στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. (Δημόσια Πανεπιστήμια, Ερευνητικοί Φορείς)

Η πρότασή μου για το Ακαδημαϊκό Τιμολόγιο Ενέργειας βασίζεται σε τρεις βασικούς άξονες:

  1. Νέα τιμολόγηση: Τιμή κιλοβατώρας μεταξύ 0,093–0,11 για τα πρώτα δύο έτη, με δυνατότητα διαπραγμάτευσης της τιμής για μέρος της κατανάλωσης (π.χ. 1/2) και σταθερής τιμής 0,09 €/kWh   για το υπόλοιπο (π.χ.1/2) για τα επόμενα οκτώ έτη.
  2. Μακροπρόθεσμη ενεργειακή σταθερότητα: Συμβόλαιο 10ετίας, με προβλέψιμο κόστος και χωρίς ρήτρες χονδρεμπορικής αναπροσαρμογής.
  3. Ρύθμιση οφειλών και κίνητρα εξοικονόμησης: Εξόφληση ενδεχόμενων οφειλών σε έως 120 άτοκες δόσεις και σύνδεση του τιμολογίου με δράσεις ενεργειακής αναβάθμισης ή εγκατάστασης ΑΠΕ (net metering, ενεργειακές κοινότητες).

Η εφαρμογή του Ακαδημαϊκού Τιμολογίου Ενέργειας θα ενισχύσει:

  1. Τη λειτουργική βιωσιμότητα των Ιδρυμάτων, μέσα από μείωση έως και 40% στο ενεργειακό τους κόστος.
  2. Τη δημοσιονομική τους αυτονομία, εξαλείφοντας την ανάγκη για έκτακτες κρατικές επιχορηγήσεις.
  3. Τη δυνατότητα ενεργειακού μετασχηματισμού, με στροφή σε πράσινες και αποδοτικές τεχνολογίες.
  4. Την ισότιμη μεταχείριση με άλλες κατηγορίες φορέων δημοσίου συμφέροντος.

Η καθιέρωση του Ακαδημαϊκού Τιμολογίου Ενέργειας δεν είναι απλώς μέτρο διαχείρισης κόστους αλλά μια δομική παρέμβαση πολιτικής που μετασχηματίζει τον τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία αντιλαμβάνεται, στηρίζει και προστατεύει τον ρόλο του Δημόσιου Πανεπιστημίου.

Είναι, κατά την εκτίμησή μου, ένα αναγκαίο εργαλείο που μπορεί να συνδέσει τη βιωσιμότητα με τη στρατηγική, την καθημερινή λειτουργία με την ενεργειακή μετάβαση και τη δημόσια αποστολή των ΑΕΙ με την πρακτική δυνατότητα εκπλήρωσής της.

Πιο συγκεκριμένα, χωρίς ληξιπρόθεσμες οφειλές μέχρι σήμερα, ως σενάριο εφαρμογής αναφέρω: Το Πανεπιστήμιο Πατρών, είναι ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας στη Δυτική Ελλάδα. Το έτος 2024, η συνολική δαπάνη για λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθε περίπου στα 3,7 εκατομμύρια ευρώ, ποσοστό 35% του Τακτικού του Προϋπολογισμού. Με την πιθανή ένταξη σε μοντέλο αντίστοιχο του «προγράμματος – τιμολογίου ΓΑΙΑ» ή σε επέκταση εφαρμογής του, αναμένεται εξοικονόμηση κατά μέσο όρο 35% ως προς την δαπάνη, δηλαδή περίπου 1,3-1,4 εκατομμύρια ευρώ. Το παραπάνω δρώντας αθροιστικά με άλλα μέτρα και πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας που εφαρμόζονται (ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των χρηστών, τεχνολογική αναβάθμιση των εγκαταστάσεων, εφαρμογή οικονομικών κινήτρων), μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω σημαντική μείωση της δαπάνης για το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας.

Η εμπειρία του «προγράμματος – τιμολογίου ΓΑΙΑ» απέδειξε ότι μια ενεργειακή πολιτική βασισμένη στην κοινωνική στόχευση, τη θεσμική συνέπεια και την οικονομική λογική είναι απολύτως εφαρμόσιμη.

Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να συνεχίσει να επιβαρύνεται με τιμές και όρους που δεν ανταποκρίνονται στη φύση και την αποστολή του.

Η πρότασή μου για ακαδημαϊκό τιμολόγιο ενέργειας δηλαδή για Ειδικό Τιμολόγιο Ενέργειας για τα ΑΕΙ, εμπνευσμένη από το «ΓΑΙΑ», είναι ρεαλιστική, δίκαιη και απολύτως αναγκαία. Δεν πρόκειται για προνόμιο των Δημοσίων Πανεπιστημίων αλλά για εργαλείο θεσμικής ισοτιμίας και λειτουργικής βιωσιμότητας.

Η Πολιτεία οφείλει να προχωρήσει με αποφασιστικότητα στην ενεργειακή θωράκιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν είναι εμπορικός καταναλωτής. Είναι δημόσιος θεσμός. Και η ενέργεια που χρειάζεται δεν είναι κόστος αλλά επένδυση στη γνώση και το μέλλον.

 

ΥΓ. Η παρούσα πρόταση δεν διεκδικεί την μοναδικότητα της λύσης του ζητήματος. Θα αποσταλεί όμως στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για πιθανή αξιολόγηση και θα κατατεθεί, για ενδεχόμενη συζήτηση, στην επικείμενη 109η Σύνοδο Πρυτάνεων, 8-11 Ιουλίου 2025.  

 

 

 

Κατηγορίες
Εκπαίδευση Επιστήμη

Από την φυσική στη συστημική βία: Η αδράνεια του κράτους και η στοχοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,  Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών  

 

Η εισβολή κουκουλοφόρων στη Νομική Αθηνών, με βιαιοπραγίες εν μέσω της εκδήλωσης «Ημέρες Καριέρας», δεν αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο διατάραξης της πανεπιστημιακής ζωής. Είναι το σύμπτωμα ενός βαθύτερου εκφυλισμού του δημόσιου χώρου, μιας σκόπιμης υπονόμευσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας και πολιτικής δειλίας που έχει καταστήσει τη δημοκρατία εύθραυστη στα θεμέλιά της. Το δημόσιο πανεπιστήμιο, αντί να προστατεύεται ως θεσμός καλλιέργειας λόγου, γνώσης και δημιουργικής σύγκρουσης ιδεών, μετατρέπεται σε πεδίο ατιμώρητης βίας και επιβολής.

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στους δράστες κουκουλοφόρους. Η επανάληψη αυτών των φαινομένων υποδεικνύει ότι το έλλειμμα δεν είναι μόνο σε φύλαξη αλλά πρωτίστως σε πολιτική ευθύνη.

Η διαχρονική ατολμία του κράτους να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ένα σταθερό και συνταγματικά συμβατό πλαίσιο προστασίας του πανεπιστημίου έχει αφήσει τον θεσμό εκτεθειμένο στη βία και την αυθαιρεσία. Οι κυβερνήσεις, διαδοχικά, επιλέγουν να λειτουργούν αμυντικά, δηλαδή υποκριτικά, αντιμετωπίζοντας κάθε περιστατικό ως μεμονωμένο επεισόδιο, ενώ πρόκειται για ένα δομικό φαινόμενο υπονόμευσης της δημοκρατικής λειτουργίας του ακαδημαϊκού χώρου.

Την ίδια στιγμή, διαμορφώνεται και μια επικίνδυνη επικοινωνιακή αφήγηση: ότι το πρόβλημα είναι το ίδιο το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Δηλαδή αντί να ενισχυθεί, στοχοποιείται.

Αντί να θωρακιστεί θεσμικά, προσφέρεται ως πεδίο πόλωσης. Η συντήρηση αυτού του αφηγήματος επιτρέπει σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους να αποποιούνται τις ευθύνες τους, να εξαγγέλλουν «λύσεις» χωρίς εφαρμογή και τελικά να αφήνουν το δημόσιο πανεπιστήμιο να φθείρεται ώστε να απονομιμοποιηθεί στα μάτια της κοινωνίας.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι κάποιες πολιτικές δυνάμεις το εργαλειοποιούν προσχηματικά, απαιτώντας «νόμο και τάξη» χωρίς όμως σοβαρό θεσμικό σχεδιασμό. Κάποιες άλλες παραμένουν αμήχανες και δέσμιες ενός παρωχημένου ιδεολογικού καθωσπρεπισμού που συγχέει την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την ανοχή στην ανομία. Και βέβαια κάποιες άλλες, συχνά, υιοθετούν μια σιωπηλή συνδιαλλαγή με τη ρητορική των «εξεγερμένων», αδυνατώντας να διακρίνουν τη διαμαρτυρία από τη βία, τον ακτιβισμό από την αυθαιρεσία.

Όμως, η υποτίμηση του δημόσιου πανεπιστημίου, που κατ΄επανάληψη συμβαίνει, δεν είναι πολιτικά ουδέτερη ούτε αθώα. Αντιθέτως, λειτουργεί πολλαπλασιαστικά. Η συστηματική στοχοποίησή του, ως χώρου «ανομίας» και «χαμηλού επιπέδου», καλλιεργεί μια εικόνα κοινωνικής απαξίωσης, η οποία δημιουργεί εύφορο έδαφος για την ανάδυση και νομιμοποίηση ενός παράλληλου εκπαιδευτικού οικοσυστήματος, εκείνου των ιδιωτικών πανεπιστημίων, που ήδη θεσμοθετήθηκαν και προωθούνται.

Η πολιτική αυτή στρατηγική, θα έλεγα, είναι εξαιρετικά διαφανής. Αντί να διορθωθούν τα δομικά προβλήματα του δημόσιου πανεπιστημίου (έλλειψη πόρων, ασθενής θεσμική θωράκιση, υποδομές, κ.ά), δηλαδή η συστημική βία,  επιλέγεται η συνειδητή απαξίωσή του ώστε να φανεί «αναγκαία» η ύπαρξη μιας εναλλακτικής αγοράς ανώτατης εκπαίδευσης.

Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ανεξάρτητα από την ποιότητά τους, θα έπρεπε να γίνεται στο πλαίσιο συμπληρωματικής ενίσχυσης της εκπαίδευσης και όχι ως ανταγωνιστικό υποκατάστατο του δημόσιου πανεπιστημίου. Όταν όμως το κράτος αφαιρεί από το δημόσιο πανεπιστήμιο τα εφόδια να λειτουργήσει και ταυτόχρονα προβάλλει τα ιδιωτικά ως λύση στο αδιέξοδο που το ίδιο προκαλεί, τότε δεν πρόκειται για επιλογή ακαδημαϊκής «πολυφωνίας» αλλά για κατασκευή ανισότητας.

Το αποτέλεσμα είναι διττό: από τη μια πλευρά, ένα δημόσιο πανεπιστήμιο υποστελεχωμένο, αβοήθητο, εκτεθειμένο στη βία και στη συκοφαντία, από την άλλη, ένας ανερχόμενος ιδιωτικός τομέας που αρχίζει να εμφανίζεται ως ασφαλής, αποτελεσματικός και απερίσπαστος.

Όμως η  βία μέσα στα ανώτατα ιδρύματα δεν είναι ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα απουσίας πολιτικής πρόληψης και συνειδητής ολιγωρίας. Όταν δεν υπάρχει σαφές νομικό πλαίσιο λειτουργίας, όταν οι πρυτανικές αρχές μένουν μόνες χωρίς πόρους ή θεσμική στήριξη, όταν οι πειθαρχικές διαδικασίες είναι δυσκίνητες ή ανενεργές, όταν η φύλαξη είναι ανεπαρκής και αναποτελεσματική, τότε το πρόβλημα δεν είναι η όποια εξαίρεση, είναι η ίδια η κανονικότητα. Και σε αυτήν την κανονικότητα ευθύνεται όχι το ίδρυμα αλλά η Πολιτεία.

Η απάντηση στο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι ούτε κατασταλτική ούτε ρητορική. Χρειάζεται ένα συνεκτικό, λειτουργικό και δημοκρατικό σχέδιο θεσμικής θωράκισης του δημόσιου πανεπιστημίου. Ένα σχέδιο που θα στηρίζεται σε τρεις αδιαπραγμάτευτους πυλώνες:

α. Δημιουργία θεσμικού μηχανισμού προστασίας της ακαδημαϊκής λειτουργίας

Απαιτείται ειδικός φορέας, μη αστυνομικού χαρακτήρα, υπεύθυνος για την πρόληψη κινδύνων και τη διαχείριση επειγόντων περιστατικών στους χώρους των ιδρυμάτων. Η στελέχωσή του πρέπει να γίνει με εκπαιδευμένο προσωπικό, σαφείς αρμοδιότητες και επιχειρησιακή αυτοτέλεια υπό την εποπτεία των πρυτανικών αρχών. Ο στόχος δεν είναι η ποινικοποίηση της διαφωνίας αλλά η εγγύηση της λειτουργίας του πανεπιστημίου.  Όσον αφορά τις συνέπειες σε έκνομες πράξεις, που ακούσαμε χθες, είναι προσδιορισμένες με σαφήνεια από τον κοινό νομοθέτη και δεν χρειάζονται περιτύλιγμα για  συγκυριακή εκμετάλλευση. 

β. Σχέδια πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων σε κάθε ίδρυμα

Η πρόληψη είναι θέμα θεσμών, όχι τύχης. Οφείλουν να υπάρχουν επιχειρησιακά πρωτόκολλα αντίδρασης σε περιστατικά βίας, με σαφείς ρόλους, χρονοδιαγράμματα και λογοδοσία

γ. Επαναπροσδιορισμός του δημόσιου λόγου γύρω από το δημόσιο πανεπιστήμιο

Η δημόσια συζήτηση πρέπει να φύγει από τα άκρα: ούτε δαιμονοποίηση των ιδρυμάτων, ούτε συγκάλυψη των προβλημάτων. Χρειάζεται ένας ώριμος, θεσμικός λόγος για το τι είδους δημόσιο πανεπιστήμιο θέλουμε. Αυτό δεν μπορεί να είναι υπόθεση μικροπολιτικής. Είναι υπόθεση δημοκρατικής ευθύνης.

Καταληκτικά,

Η ευθύνη της Πολιτείας είναι διπλή: αφενός να προστατεύσει το δημόσιο πανεπιστήμιο από τις πραγματικές απειλές που το αποδυναμώνουν και αφετέρου να το υπερασπιστεί πολιτικά απέναντι σε όσους επιδιώκουν τη σταδιακή του αντικατάσταση. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο χώρος μάθησης. Είναι ο πιο συμπεριληπτικός θεσμός παραγωγής κοινωνικής κινητικότητας και δημοκρατικής συγκρότησης που διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Το να το αφήνει η Πολιτεία να φθαρεί, σημαίνει πως έχει αποδεχθεί  ή επιδιώκει  να χάσει αυτό τον ρόλο.

Ακαδημαϊκή ελευθερία και ασφάλεια χωρίς καταστολή και δημοκρατία χωρίς ανοχή στη βία είναι το ζητούμενο. Ίδωμεν…

 

Κατηγορίες
Κοινωνία Περιφερειακά Νέα

Η ελληνική γλώσσα ως οικουμενική πολιτιστική κληρονομιά: Η θεσμική αναγνώριση της UNESCO

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,  Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου της UNESCO, μετά από πρωτοβουλία της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στον Οργανισμό, πριν λίγες ημέρες, να ανακηρυχθεί η 9η Φεβρουαρίου του κάθε έτους, ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, συνιστά μια εμβληματική κίνηση διεθνούς πολιτισμικής εμβέλειας. Δεν πρόκειται όμως απλώς για έναν συμβολικό θεσμό που αφορά την αναγνώριση της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης αλλά για την εμπράγματη επιβεβαίωση ότι η ελληνική γλώσσα δεν ανήκει αποκλειστικά σε έναν λαό ή ένα γεωγραφικό χώρο.  Αποτελεί κοινό αγαθό της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η απόφαση να συνδεθεί η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας με την 9η Φεβρουαρίου, ημέρα θανάτου του Διονυσίου Σολωμού, δεν είναι απλώς τιμητική. Είναι συμβολική, στοχαστικά τεκμηριωμένη και ιστορικά εύστοχη. Ο Διονύσιος Σολωμός, αποτελεί την κατεξοχήν μορφή που συνέδεσε την ελληνική γλώσσα με το νεωτερικό πνεύμα, την ιδέα του έθνους και την απελευθερωτική λειτουργία της ποίησης.

Μέσα από το έργο του, η ελληνική γλώσσα δεν ήταν μόνο φορέας εθνικού αισθήματος αλλά και πεδίο σύγκρουσης, δημιουργίας και ενοποίησης. Ο Διονύσιος Σολωμός, αν και γαλουχημένος σε ιταλικό περιβάλλον, επέλεξε να γράψει στην ελληνική γλώσσα, στη δημοτική της εποχής του, αναγνωρίζοντας πως η γλώσσα είναι η θεμελιακή ύλη της ταυτότητας. Στο πρόσωπό του αναγνωρίζεται η εθνική αναγέννηση μέσω της γλωσσικής αναγέννησης.

Είναι γνωστό ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι μία ακόμη αρχαία γλώσσα που διατηρείται ως αντικείμενο επιστημονικού ενδιαφέροντος. Είναι το μοναδικό παράδειγμα γλώσσας που διαθέτει καταγεγραμμένη γραπτή παράδοση άνω των 3.500 ετών και προφορική χρήση τουλάχιστον 4.000 ετών με ενιαία εσωτερική εξέλιξη. Δεν έχει ανασυρθεί από τις στάχτες της, όπως ίσως κάποιες άλλες αλλά συνεχίζει να ζει, να εξελίσσεται και να χρησιμοποιείται στον δημόσιο, παιδευτικό και λογοτεχνικό λόγο.

Από τη Γραμμική Β΄ των μυκηναϊκών πινακίδων, στις οποίες καταγράφονται διοικητικές και εμπορικές συναλλαγές έως την ανώτατη εκφραστική πυκνότητα της κλασικής περιόδου, τα ελληνικά χρησίμευσαν ως φορέας όχι μόνον γλώσσας αλλά και πολιτισμικής αναπαράστασης της πραγματικότητας. Η ελληνική υπήρξε γλώσσα της φιλοσοφίας, της πολιτικής θεωρίας, της επιστήμης, του θεάτρου, της θεολογίας, της παιδείας και των τεχνών.

Η μετάβαση από την αρχαία στη μεσαιωνική (βυζαντινή) και στη νεότερη μορφή της δεν υπήρξε προϊόν κατακερματισμού ή βίαιης τομής αλλά συνέχειας, προσαρμογής και αναδημιουργίας. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως η ελληνική γλώσσα δεν είναι στατικό ιστορικό κατάλοιπο αλλά ζωντανό γλωσσικό οικοσύστημα που ενσωματώνει την ιστορική εμπειρία, την πνευματική δημιουργία και την κοσμοαντίληψη ενός λαού που πορεύτηκε μέσα στους αιώνες χωρίς να αποκοπεί από τις ρίζες του.

Ο ρόλος της ελληνικής γλώσσας στην ιστορία της παγκόσμιας σκέψης υπήρξε θεμελιώδης. Ολόκληρο το «πνεύμα» της κλασικής φιλοσοφίας διατυπώθηκε στα ελληνικά, από τους προσωκρατικούς μέχρι τους Νεοπλατωνικούς. Το ίδιο ισχύει για την επιστήμη, τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη γεωμετρία, την ιατρική. Η γλώσσα αποτέλεσε το εργαλείο όχι μόνο για την καταγραφή της γνώσης αλλά και για τη διαμόρφωση των ίδιων των εννοιών με τις οποίες το ανθρώπινο πνεύμα κατανοεί τον κόσμο.

Στη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα, μέσω των Πατέρων της Εκκλησίας και των μεταφράσεων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, η ελληνική γλώσσα εισήλθε στον πυρήνα του χριστιανικού θεολογικού στοχασμού, προσφέροντας το εννοιολογικό πλαίσιο με το οποίο εκφράστηκε το δόγμα, η λειτουργική παράδοση αλλά και ο ηθικός στοχασμός της χριστιανικής Ανατολής και Δύσης.

Η επιρροή της ελληνικής συνεχίστηκε αδιάπτωτα στους αιώνες. Στην περίοδο της Αναγέννησης, η ανακάλυψη και η μετάφραση των αρχαίων ελληνικών κειμένων αναγέννησε τη φιλοσοφία, τις επιστήμες και τις τέχνες στην Ευρώπη. Πλήθος όρων και εννοιών προέρχονται από τα ελληνικά και έχουν εδραιωθεί ως διεθνείς όροι στην ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα.

Ακόμη και σήμερα, η ελληνική παραμένει βασική πηγή νεολογισμών στον χώρο της επιστήμης, όπου όροι αυτής, διατηρούν το ελληνικό ετυμολογικό τους υπόβαθρο, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική παραγωγικότητα και εννοιολογική καθαρότητα της γλώσσας.

Όμως, η διεθνής αναγνώριση της ελληνικής γλώσσας από την UNESCO δημιουργεί, πέρα από εθνική ικανοποίηση και συγκεκριμένες υποχρεώσεις για την ελληνική Πολιτεία.

Η γλωσσική μας κληρονομιά δεν αρκεί να τιμάται επετειακά. Απαιτεί συστηματική πολιτισμική στρατηγική, εκπαιδευτική μέριμνα και θεσμική ενίσχυση.

Η δημιουργία αλλά και η υποστήριξη των εδρών ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό, η ενίσχυση των προγραμμάτων ελληνομάθειας για τη διασπορά και η ψηφιακή τεκμηρίωση της γλωσσικής κληρονομιάς, συνιστούν κάποιους βασικούς άξονες μιας εθνικής γλωσσικής πολιτικής με διεθνή προσανατολισμό.

Στην εποχή της γλωσσικής παγκοσμιοποίησης και της ψηφιακής κυριαρχίας της αγγλικής, η Πολιτεία οφείλει να σταθεί όχι απλώς ως θεματοφύλακας αλλά ως ενεργός πρεσβευτής της ελληνικής γλώσσας στον κόσμο, ενισχύοντας τη διασύνδεσή της με την έρευνα, την τεχνολογία, τη διπλωματία και τον πολιτισμό.

Καταληκτικά ίσως αξίζει να αναφέρω, σε σχέση με τον παραπάνω προβληματισμό και την ελπίδα να τύχει της υποστήριξης της Πολιτείας, την πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Πατρών δια της καθηγήτριας Ευγενίας Αρβανίτη και του γράφοντος, όπου σε συνεργασία με τον Πρόεδρο του Οργανισμού Study in Greece, Καθηγητή Χρήστο Μιχαλακέλη, προχωρούν στη δημιουργία του Εικονικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Πατρών (UP Virtual School) για την ενίσχυση της ελληνομάθειας απανταχού της οικουμένης με την εφαρμογή τεχνολογιών αιχμής.

Τέλος, θα ήθελα δημόσια να συγχαρώ την Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην UNESCO και τους καθηγητές Γιώργο Μπαμπινιώτη, ομότιμο καθηγητή Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Χρήστο Κλαίρη, ομότιμο καθηγητή Γενικής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης για την ουσιαστική συμβολή τους. Δεν ξεχνώ όμως την Αϊτή, τη χώρα που έκανε την πρώτη παρέμβαση στη συνεδρίαση της UNESCO, η οποία ήταν και η πρώτη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.

Κατηγορίες
Κοινωνία Περιφερειακά Νέα

Το επικίνδυνο παράδοξο της απόλυσης του εκπαιδευτικού και πρώην Δημάρχου της Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου

“Όταν η  διοίκηση ξεχνά τη δημοκρατία”: Άρθρο – παρέμβαση του Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Πατρών 

 

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής, Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Σε μια απόφαση που προκαλεί αίσθημα αδικίας και βαθύ προβληματισμό για την ποιότητα του διοικητικού και δημοκρατικού μας πολιτισμού, η ελληνική πολιτεία αποφάσισε την  απόλυση εκπαιδευτικού με τριακονταετή αψεγάδιαστη υπηρεσία, λόγω  καταδίκης για «παράβαση καθήκοντος» που φέρεται να έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Δημάρχου.

Μιλώ για τον Παναγιώτη Κατσούλη, εκπαιδευτικό και πρώην Δήμαρχο της Ιεράς Πόλης  Μεσολογγίου.

Η καταδικαστική απόφαση αφορούσε πολιτική πράξη συλλογικού οργάνου της τοπικής αυτοδιοίκησης και ουδόλως σχετίζεται με την εκπαιδευτική του ιδιότητα, την επαγγελματική του επάρκεια ή τη διοικητική του συμπεριφορά ως δημόσιος λειτουργός.

Η απόφαση αυτή μπερδεύει επικίνδυνα τη διοικητική με την πολιτική ευθύνη, τιμωρώντας μια πολιτική πράξη με ποινή που ανήκει στη σφαίρα της δημόσιας διοίκησης. Πρόκειται για θεμελιώδη σύγχυση που πλήττει την ίδια τη διάκριση των εξουσιών και τη δημοκρατική νομιμότητα.

Ο αιρετός Δήμαρχος λογοδοτεί ενώπιον των πολιτών του, του Δημοτικού Συμβουλίου και, εν τέλει, της Δικαιοσύνης στο πλαίσιο της πολιτικής λειτουργίας. Όταν μια τέτοια καταδίκη, χωρίς πρόθεση ιδιοτέλειας ή ζημιά του Δημοσίου, μετατρέπεται σε αιτία απόλυσης από εντελώς άσχετη επαγγελματική ιδιότητα, τότε η απόφαση δεν απονέμει δικαιοσύνη αλλά εκτελεί κοινωνική εξόντωση.

Χωρίς να είμαι νομικός (αποδεχόμενος την όποια διόρθωση με έκκληση κατανόησης) και κάνοντας μια ανάγνωση του Συντάγματος, εκτιμώ πως η απόφαση αυτή παραβιάζει το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που επιβάλλει στο κράτος να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Η επιβολή της απόλυσης, της βαρύτερης δυνατής διοικητικής ποινής, για μια πολιτική πράξη η οποία δεν αφορά ούτε κατά διάνοια την εκπαιδευτική του πορεία, είναι κραυγαλέα δυσανάλογη.

Ακόμη περισσότερο, η απόφαση συνιστά ευθεία προσβολή της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 14 Συντάγματος), της ελεύθερης συμμετοχής στα κοινά (άρθρο 5 Συντάγματος), της ελευθερίας της συνείδησης (άρθρο 13 Συντάγματος) και του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Εν τέλει, παραβιάζεται και το άρθρο 16 του Συντάγματος που εγγυάται την προστασία του λειτουργήματος του εκπαιδευτικού, όχι μόνο ως επαγγελματικής ιδιότητας αλλά και ως θεσμικού ρόλου.

Ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός δεν υπήρξε απλώς υπάλληλος. Υπήρξε δάσκαλος και στήριγμα μαθητών και κοινότητας για δεκαετίες. Χωρίς καμία πειθαρχική αναφορά, χωρίς καμία σκιά, αποτέλεσε υπόδειγμα δημοσίου λειτουργού.

Η κοινωνική του προσφορά επεκτάθηκε στην τοπική αυτοδιοίκηση, εκεί όπου κάθε πολίτης καλείται να αναλάβει ρόλο και ευθύνη. Η τιμωρία του σήμερα, λειτουργεί ως προειδοποίηση για όλους: Μην αναμειχθείτε στα κοινά, μην παίρνετε αποφάσεις, μην έχετε φωνή γιατί μπορεί να τιμωρηθείτε.

Αν εδραιωθεί αυτή η πρακτική, τότε:

  • Οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος που εκλέγεται σε θέση πολιτικής ευθύνης κινδυνεύει με καταστροφή της επαγγελματικής του ζωής.
  • Οι αιρετοί δεν θα ψηφίζουν με γνώμονα τη συνείδησή τους αλλά με βάση την απειλή πειθαρχικής εξόντωσης.
  • Η δημόσια διοίκηση δεν υπηρετεί το δίκαιο αλλά μετατρέπεται σε γραφειοκρατικό μηχανισμό τιμωρίας της πολιτικής διαφωνίας.

Η απόφαση αυτή οφείλει να ανακληθεί. Όχι για λόγους επιείκειας αλλά για λόγους δημοκρατίας, δικαίου και θεσμικής τάξης.

Η Πολιτεία πρέπει να επαναξιολογήσει τις διατάξεις περί αυτοδίκαιης έκπτωσης υπό το πρίσμα της αναλογικότητας και της ουσίας των πράξεων. Ο εκπαιδευτικός αυτός δεν είναι αριθμός σε φάκελο. Είναι σύμβολο του ενεργού πολίτη, του ευσυνείδητου δημόσιου υπαλλήλου, του ανθρώπου που είχε και έχει συμμετοχή στα κοινά.

Η επιστροφή του στην εκπαίδευση είναι ζήτημα δικαιοσύνης και δημοκρατίας.

Γιατί στο πρόσωπό του, κρίνονται σήμερα η ουσία της δημόσιας συμμετοχής, η αξιοπρέπεια της διοίκησης και τα όρια της πολιτικής ελευθερίας όλων μας.

Υιοθετώντας πλήρως την ανακοίνωση της  Α΄ Ε.Λ.Μ.Ε. Αιτωλοακαρνανίας, καλώ άμεσα την ελληνική πολιτεία να εξαντλήσει κάθε νόμιμη θεσμική  διαδικασία για την άρση της απόλυσης του εκπαιδευτικού Παναγιώτη Κατσούλη.

Καταληκτικά,

Σε μια περίοδο που η πολιτική ευθύνη, σε αυτό το επίπεδο άσκησης ρόλου και όχι κεντρικά,  επιχειρείται να μετατραπεί σε πειθαρχικό παράπτωμα και η ενεργός συμμετοχή στα κοινά τιμωρείται με επαγγελματικό αφανισμό, η σιωπή δεν είναι επιλογή.

Η απόλυση ενός εκπαιδευτικού, λόγω απόφασης που έλαβε ως αιρετός Δήμαρχος, συνιστά θεσμική εκτροπή και ανοίγει επικίνδυνες ατραπούς για όλους όσους υπηρετούν την αυτοδιοίκηση με ευθύνη και συνείδηση.

Ως πολίτης που έχω υπηρετήσει την αυτοδιοίκηση και ως δάσκαλος,  καλώ όλους τους αιρετούς εκπροσώπους, Περιφερειάρχες, Δημάρχους, Δημοτικούς και Περιφερειακούς Συμβούλους, να πάρουν δημόσια θέση. Να σταθούν δίπλα σε εκείνον που σήμερα πλήττεται γιατί αύριο θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς.

Η υπεράσπιση του δικαιώματος στην πολιτική πράξη και την ελεύθερη συνείδηση δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, είναι θεσμική ευθύνη.

Κατηγορίες
Εκπαίδευση

Διαγραφή των «αιώνιων» φοιτητών/τριών: Αναγκαία μεταρρύθμιση και εξορθολογισμός ή κοινωνική αδικία και αποκλεισμός;

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,  Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Ο νόμος 4957/2022 και οι, κατά περιόδους, εξαγγελίες του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τη διαγραφή των αποκαλούμενων «αιώνιων φοιτητών» από τα πανεπιστήμια, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση ένα ζήτημα που απασχολεί χρόνια την ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και την ελληνική κοινωνία.

Πρόκειται για μία πολιτική που στοχεύει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, στον εξορθολογισμό της λειτουργίας των δημοσίων ΑΕΙ, τη βελτίωση της αποδοτικότητας και τη διαχείριση των πόρων των ιδρυμάτων.

Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα: είναι αυτή η απόφαση όντως προς τη σωστή κατεύθυνση ή μήπως αγνοεί τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, οδηγώντας έτσι σε κοινωνικά ζημιογόνες καταστάσεις;

Για να αξιολογήσουμε σωστά τη συγκεκριμένη πολιτική, είναι απαραίτητο πρώτα να αναρωτηθούμε: ποιοι ακριβώς χαρακτηρίζονται ως «αιώνιοι» φοιτητές/τριες;

Συνήθως, ως «αιώνιοι» χαρακτηρίζονται εκείνοι οι φοιτητές/τριες που έχουν υπερβεί τον κανονικό χρόνο φοίτησης συν κάποια έτη παράτασης, χωρίς να έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους.

Έχει όμως εξεταστεί επαρκώς το ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι άνθρωποι;

Υπάρχει επαρκής γνώση για τα αίτια που οδήγησαν έναν σημαντικό αριθμό φοιτητών/τριών  στην καθυστέρηση ή την αδυναμία ολοκλήρωσης των σπουδών τους;

Πριν από οποιαδήποτε απόφαση, πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν ορισμένα ουσιώδη ερωτήματα, όπως:

Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που οδηγούν έναν φοιτητή/τρια στην υπέρβαση του προβλεπόμενου χρόνου σπουδών;

Μπορεί μια οριζόντια διαγραφή φοιτητών να θεωρηθεί κοινωνικά δίκαιη και ηθικά σωστή;

Θα επιτευχθεί όντως εξορθολογισμός των δημόσιων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με τη διαγραφή αυτών των φοιτητών/τριων;

Υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι η διαγραφή θα βελτιώσει τη λειτουργία και τους δείκτες απόδοσης των ΑΕΙ;

Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα χωρίς τις αρνητικές επιπτώσεις;

Δηλαδή, κρίσιμα ερωτήματα προς εξέταση διότι αφορούν πάνω από 300 χιλιάδες ανθρώπους που συλλήβδην αντιμετωπίζονται ως αδιάφοροι.

Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι το Πανεπιστήμιο Πατρών, με προτροπή του Πρύτανη Χρήστου Μπούρα, εκπόνησε έρευνα – μελέτη, ίσως η μοναδική στην Ελλάδα, που φωτίζει τις πτυχές του πολυπαραγοντικού αυτού ζητήματος. Οι συνάδελφοι Kαθηγητές, Καραλής Θανάσης, Βεργίδης Δημήτρης και Σακούλης Δημήτρης, που υλοποίησαν την έρευνα, έχουν πολλά να προσθέσουν σε αυτούς τους προβληματισμούς βάσει των ευρημάτων τους.

Αν θέλαμε όμως να αναζητήσουμε την όποια «θετική» πλευρά, βέβαια μέσα από αντίληψη ότι η εκπαίδευση είναι ένα ιδιωτικό αγαθό και όχι ένα κοινωνικό δικαίωμα, η πολιτική διαγραφής των «αιώνιων» φοιτητών/τριών μπορεί ίσως να οδηγήσει στην αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων των ιδρυμάτων, ενισχύοντας τη δυναμική αλλά και το κύρος τους διεθνώς. Παράλληλα, μπορεί να λειτουργήσει θετικά στο κίνητρο των φοιτητών/τριών να ολοκληρώσουν έγκαιρα τις σπουδές τους, ενισχύοντας την προσωπική υπευθυνότητα.

Στον αντίποδα, όμως, υπάρχει ο σημαντικός κίνδυνος της κοινωνικής αδικίας.

Είναι δεδομένο πως ένα μεγάλο μέρος αυτών των φοιτητών/τριών προέρχεται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, όπως οικονομικές δυσκολίες, ανάγκη απασχόλησης ή οικογενειακές και προσωπικές δυσκολίες.

Συνεπώς, μια οριζόντια διαγραφή δε λαμβάνει υπόψη αυτές τις ιδιαιτερότητες ούτε επιλύει την ουσία του προβλήματος, αλλά απλώς το μεταφέρει εκτός  πανεπιστημίου.

Αξιολογώντας τη συγκεκριμένη πολιτική συνολικά, καθίσταται σαφές πως είναι ανεπαρκής, μονοδιάστατη και άδικη. Ο δε νόμος, αποτελεί μια ρύθμιση ισοπεδωτική.

Εστιάζει στην επιφανειακή αντιμετώπιση ενός σύνθετου προβλήματος, αγνοώντας τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν φοιτητές/τριες σε αδυναμία ολοκλήρωσης των σπουδών τους.

Μια τέτοια πολιτική, χωρίς συνοδευτικά μέτρα στήριξης, ευελιξίας και κοινωνικής ευαισθησίας, θα οδηγήσει σε αποκλεισμούς και μεγαλύτερη ανισότητα.

Κατά την ταπεινή μου άποψη και για την ορθολογική αντιμετώπιση του ζητήματος, προτείνεται μία εναλλακτική πολιτική που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

  • Διερεύνηση των αιτιών της «καθυστέρησης» φοίτησης μέσα από έρευνα και καταγραφή των δεδομένων, ώστε η πολιτεία και τα πανεπιστήμια να έχουν πλήρη εικόνα για τους λόγους που οδηγούν στην υπέρβαση των χρόνων σπουδών.
  • Ενίσχυση των ευέλικτων μορφών φοίτησης για να διευκολυνθούν οι εργαζόμενοι ή όσοι αντιμετωπίζουν προσωπικές και οικογενειακές δυσκολίες.
  • Συμβουλευτική και ακαδημαϊκή υποστήριξη, με ενίσχυση των δομών συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης εντός των ΑΕΙ.
  • Σταδιακή εφαρμογή και εξατομίκευση μέτρων, με αξιολόγηση κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, με ανθρωποκεντρική προσέγγιση, ώστε να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη και η αποφυγή κοινωνικού αποκλεισμού.

Αυτή η πολιτική όμως προϋποθέτει ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα.

 

Exit mobile version