Κατηγορίες
Κοινωνία Περιφερειακά Νέα

“Τέμπη: 28η Φεβρουαρίου 2025, ως μια στιγμή ιστορίας” – Άρθρο του Αντιπρύτανη του Παν/μιου Πατρών Γ. Παναγιωτόπουλου

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής,

Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

 

Δύο χρόνια έχουν παρέλθει από την τραγωδία στα «Τέμπη». Ένα γεγονός που δεν ήταν ούτε φυσικό φαινόμενο ούτε μοιραίο ατύχημα αλλά η κορύφωση μιας μακράς πορείας πολιτικής ανευθυνότητας και θεσμικής αποσάθρωσης. Ένα γεγονός – καθρέπτης ενός συστήματος που σφυρηλατήθηκε στην αδιαφορία, θεμελιώθηκε στις παραλείψεις και οχύρωσε την εξουσία του πίσω από την ατιμωρησία.

Η τραγωδία των Τεμπών δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλή διαχείριση ενός τεχνικού ζητήματος. Η αποτίμηση της τραγωδίας αυτής δεν μπορεί να εξαντληθεί σε έναν διάλογο συγκάλυψης. Αντιθέτως, απαιτεί την ανάδυση κριτικής σκέψης που θα εξετάσει βαθύτερα το πώς φτάσαμε ως εδώ.

Σήμερα, δύο χρόνια μετά, η μνήμη αυτής της τραγωδίας βαραίνει ακόμα πάνω από τη συλλογική συνείδησή μας. Η σιωπή που επιβλήθηκε δεν ήταν μια ουδέτερη σιωπή. Ήταν μια σιωπή που φώναζε, μια σιωπή που έλεγε περισσότερα από τις δικαιολογίες, τις υπεκφυγές και τις ανεύθυνες δηλώσεις που ακολούθησαν. Μια σιωπή που ζητά να μετατραπεί σε φωνή.

Στην ιστορία μιας χώρας υπάρχουν κάποια γεγονότα που δεν αποτελούν απλώς σημεία καμπής, αλλά ρωγμές βαθιές, μέσα από τις οποίες μπορεί κανείς να αντικρίσει την αλήθεια μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Υπάρχουν στιγμές που σκίζουν την πραγματικότητα, που δεν είναι απλώς τραγωδίες αλλά ρήγματα μέσα στον χρόνο. Στιγμές όπου η κοινωνία αναγκάζεται να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη και να δει το αληθινό της πρόσωπο, γυμνό και απροστάτευτο.

Η τραγωδία των «Τεμπών», τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου 2023, δεν είναι ένα τέτοιο γεγονός μόνο λόγω της ανείπωτης απώλειας 57 ανθρώπινων ζωών αλλά επειδή κατέστη σύμβολο της πολιτικής ανευθυνότητας, της θεσμικής αποσάθρωσης και της ηθικής χρεοκοπίας ενός ολόκληρου συστήματος.

Για αυτό η τραγωδία των «Τεμπών» δεν ήταν απλώς μια φρικτή καταστροφή.

Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου σάπιου, ενός συστήματος που χτίστηκε πάνω στην αδιαφορία, ενός κράτους που δεν έχει θεμέλιο τον άνθρωπο αλλά την εξουσία. Ήταν ακριβώς αυτό: μια αντανάκλαση του κόσμου που έχουμε δημιουργήσει και, ταυτόχρονα, του κόσμου που ανεχόμαστε.

Και τώρα, δύο χρόνια μετά, η ερώτηση αιωρείται ακόμα: Θα συνεχίσουμε να ζούμε μέσα σε αυτό το σύστημα, σαν να μην έγινε τίποτα;

Μας μίλησαν για λάθη, για ατυχήματα, για ανθρώπινες παραλείψεις.

Αλλά η αλήθεια είναι αδυσώπητη. Δεν ήταν τυχαίο. Δεν ήταν η κακιά στιγμή.

Ήταν η προβλέψιμη συνέπεια μιας χώρας όπου η ασφάλεια θεωρείται κόστος και η ευθύνη διαχέεται μέχρι να μην έχει κανείς πραγματικά την ενοχή.

Ήταν το αποτέλεσμα δεκαετιών, όπου η ανικανότητα βαφτίζεται ρουσφέτι, η αναξιοκρατία γίνεται κανονικότητα και η ατιμωρησία θεσμός.

Τα «Τέμπη», λοιπόν, δεν ήταν εξαίρεση. Ήταν ο κανόνας.

Η Ελλάδα όμως δεν είναι μια χώρα χωρίς νόμους. Tο κράτος δεν απουσιάζει. Απλά είναι επιλεκτικά παρόν.

Είναι μια χώρα όπου οι νόμοι υπάρχουν μόνο για τους αδύναμους. Για εκείνους που δεν έχουν τα μέσα να ξεφύγουν. Για τους πολλούς, που πρέπει να υπακούουν.

Αλλά για τους λίγους, για αυτούς που κρατούν τα ηνία της εξουσίας, ο νόμος είναι εύκαμπτος. Η δικαιοσύνη είναι αργή. Οι ευθύνες πνίγονται σε επιτροπές, σε διαδικασίες, σε ατέρμονες έρευνες που δεν καταλήγουν πουθενά. Δηλαδή, μια μεταφυσική της ατιμωρησίας.

Το γνωρίζουμε. Το βλέπουμε. Και το ανεχόμαστε.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, όμως, η ατιμωρησία δεν είναι απλώς νομικό πρόβλημα. Είναι πολιτισμικό. Είναι υπαρξιακό.

Είναι η συλλογική μας παραίτηση από την έννοια της δικαιοσύνης.

Και αν δεχτούμε ότι το αίμα αυτών των παιδιών θα ξεχαστεί, τότε αποδεχόμαστε πως οι ζωές μας δεν αξίζουν τίποτα. Και όταν οι ζωές μας δεν αξίζουν τίποτα, το επόμενο «έγκλημα» απλώς  ακολουθεί.

Κάθε εποχή έχει ένα δίλημμα. Κάθε γενιά καλείται να απαντήσει σε ένα ερώτημα που καθορίζει αν θα είναι ελεύθερη ή αν θα σκύψει το κεφάλι.

Το δικό μας ερώτημα είναι εδώ, μπροστά μας: Θα αποδεχτούμε πως είμαστε απλώς αριθμοί, στατιστικά στοιχεία σε ένα σύστημα που δε νοιάζεται για εμάς; Ή θα διεκδικήσουμε τη ζωή μας;

Γιατί η ελευθερία δεν είναι μόνο πολιτική έννοια. Είναι η άρνηση να δεχτείς ότι η ζωή σου είναι φτηνή. Ότι η ύπαρξή σου δεν έχει αξία. Ότι μπορείς να πεθάνεις και η κοινωνία να συνεχίσει σαν να μη συνέβη τίποτα.

Αν δεν σταθούμε απέναντι σε αυτό το σύστημα, τότε το δεχόμαστε. Τότε τα επόμενα «Τέμπη» είναι μόνο θέμα χρόνου.

Όταν μια κοινωνία επιλέγει να ξεχάσει, δεν είναι μόνο ηθική αποτυχία. Είναι πολιτική επιλογή. Γιατί η μνήμη δεν είναι απλώς συναίσθημα. Είναι πράξη.

Το κράτος, η εξουσία, οι μηχανισμοί που μας θέλουν ανίσχυρους βασίζονται στη λήθη. Στην εξάντληση. Στη σταδιακή φθορά της οργής, μέχρι που να γίνει αποδοχή.

Αλλά η μνήμη είναι πράξη αντίστασης. Είναι η άρνηση να επιτρέψουμε να γίνουμε μια κοινωνία που ξεχνά τους νεκρούς της και προετοιμάζει τους επόμενους.

Για αυτό στις 28 Φεβρουαρίου δε ζητάμε απλώς δικαιοσύνη. Την απαιτούμε.

Στις 28 Φεβρουαρίου δε βγαίνουμε στον δρόμο απλώς για να θρηνήσουμε. Βγαίνουμε για να αρνηθούμε:

Την αδιαφορία.
Την πολιτική της λήθης.
Την ιδέα ότι τίποτα δεν αλλάζει.

Η  28η Φεβρουαρίου δεν είναι μια έκφραση διαμαρτυρίας.

Δεν είναι μια πολιτική ή κομματική κινητοποίηση, όσο και αν κάποιοι το επιθυμούν.

Δεν είναι εργαλειοποίηση της τραγωδίας από ποικιλώνυμα κομματικά συμφέροντα.

Είναι κάλεσμα κοινωνικής αφύπνισης. Διότι εάν αδιαφορήσουμε, το επόμενο κάλεσμα θα είναι πιο οδυνηρό.

Είναι η φωνή που θα σπάσει τη σιωπή του συστήματος.

Είναι η κραυγή αυτών που δεν έχουν φωνή.

Είναι η ρωγμή του κόσμου μας μέσα από την οποία θα περάσει το φως της αλήθειας.

Είναι μια στιγμή ιστορίας.  

 

Κατηγορίες
Επιχειρήσεις Οικονομία

Η Πραγματικότητα των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων: Η φωνή τους μέσα από έναν διάλογο

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 
Καθηγητής, Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

Κυριακή πρωί. Στο μικρό καφέ της γειτονιάς, μιας κωμόπολης του ν. Ηλείας, ο Δημήτρης ανακατεύει σκεφτικά τον καφέ του. Απέναντί του, ο Νίκος, φίλος του από παλιά και λογιστής, παρατηρεί τη σκυθρωπή του έκφραση.

«Νίκο, δεν ξέρω πώς θα συνεχίσω. Οι λογαριασμοί τρέχουν, οι προμηθευτές πιέζουν, οι πελάτες αγοράζουν λιγότερο και η τράπεζα… τίποτα. Ούτε δάνειο ούτε διευκόλυνση. Πώς να κρατήσω την επιχείρηση ζωντανή;»

«Το ακούω συνέχεια, Δημήτρη. Οι μικρομεσαίοι έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Αν δεν έχεις αποθεματικά, πώς να αντέξεις; Και το κράτος αντί να βοηθήσει, απλώς εισπράττει. Δεν υπάρχει καμία στρατηγική για ρευστότητα στην αγορά.»

«Ακριβώς. Αντί να μας βοηθούν να αναπτυχθούμε, μας πνίγουν με έξοδα και απαιτήσεις. Και στο τέλος, οι μικροί θα κλείσουμε…»

«Και ποιοι θα μείνουν; Οι μεγάλοι. Τα μονοπώλια θα ελέγχουν την αγορά, οι τιμές θα ανέβουν, οι θέσεις εργασίας θα χαθούν. Όλο αυτό δεν είναι απλά θέμα οικονομίας, Δημήτρη. Είναι ζήτημα κοινωνικής συνοχής».

Ο Δημήτρης κουνά το κεφάλι.

«Όταν κλείνει μια επιχείρηση σαν τη δική μου, δεν χάνω μόνο εγώ. Χάνουν οι προμηθευτές μου, οι υπάλληλοί μου, οι οικογένειές τους. Χάνει η τοπική αγορά. Χάνεται ένα κομμάτι από τη ζωή της πόλης, του χωριού, της  γειτονιάς.»

Ο Νίκος αναστενάζει.

«Ξέρεις τι με εξοργίζει, Νίκο; Ότι κανείς δεν ακούει. Μιλάμε, φωνάζουμε, ζητάμε λύσεις, και τίποτα δεν αλλάζει. Δεν θέλω επιδοτήσεις, ούτε χάρες. Θέλω ένα σταθερό περιβάλλον, πρόσβαση σε ρευστότητα, μια δίκαιη φορολογική πολιτική. Θέλω να ξέρω ότι αν δουλέψω σκληρά, θα έχω προοπτική».

«Αυτό είναι το ζήτημα, Δημήτρη. Δε ζητάτε προνόμια. Ζητάτε μια ευκαιρία να επιβιώσετε και να αναπτυχθείτε. Χρειάζεται μια νέα αφετηρία, αλλιώς δεν υπάρχει μέλλον για τους μικρομεσαίους. Και αν η πολιτεία δεν το καταλάβει σύντομα, το τίμημα θα είναι βαρύ για όλους μας».

Ο καφές κρυώνει στο τραπέζι, αλλά ο προβληματισμός μένει ζεστός. Αυτή η συζήτηση δεν γίνεται μόνο ανάμεσα σε δύο φίλους. Συμβαίνει παντού.

Και το ερώτημα παραμένει: θα αλλάξει κάτι πριν να είναι αργά;

Η συζήτηση του Δημήτρη και του Νίκου είναι μια από τις αμέτρητες που γίνονται καθημερινά ανάμεσα σε επαγγελματίες, εργαζόμενους και πολίτες που βλέπουν την αγορά να στενεύει και τις ευκαιρίες να λιγοστεύουν. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, δεν αντιμετωπίζουν απλώς οικονομικές δυσκολίες. Βρίσκονται σε υπαρξιακή κρίση, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού ελλιπούς κρατικού σχεδιασμού, δυσβάσταχτου ρυθμιστικού πλαισίου και έλλειψης στρατηγικών μέτρων για τη στήριξή τους.

Σε μια χώρα όπου το μεγαλύτερο ποσοστό της απασχόλησης στηρίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το ερώτημα δεν είναι απλώς οικονομικό. Είναι κοινωνικό. Όταν μια επιχείρηση κλείνει, δε χάνεται μόνο ένα εισόδημα. Χάνεται η δυνατότητα δημιουργίας θέσεων εργασίας, η οικονομική δραστηριότητα σε έναν τόπο, η ίδια η έννοια της τοπικής επιχειρηματικής ταυτότητας. Η συρρίκνωση της μικρομεσαίας τάξης διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, αποδυναμώνει τον παραγωγικό ιστό της χώρας και οδηγεί σε ένα μοντέλο οικονομίας όπου οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα μονοπώλια κυριαρχούν, αφήνοντας όλο και λιγότερες επιλογές στους καταναλωτές και περιορίζοντας την οικονομική δημοκρατία.

Όταν οι κανόνες αλλάζουν συνεχώς, χωρίς σαφή στρατηγική και χωρίς διάλογο με την αγορά, η ανασφάλεια οδηγεί σε στασιμότητα. Οι επενδύσεις παγώνουν, η καινοτομία περιορίζεται, η βιωσιμότητα γίνεται ένα διαρκές στοίχημα. Στο περιβάλλον αυτό, οι μικρομεσαίοι δεν μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον τους, γιατί το ίδιο το σύστημα δεν τους επιτρέπει να κοιτάξουν μπροστά.

Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια νέα αφετηρία, ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας που θα δώσει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τις προϋποθέσεις που χρειάζονται για να αναπτυχθούν.

Οι πολιτικές ανάπτυξης δεν μπορούν να αφορούν μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα των μικρομεσαίων μονάδων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας.

Μια οικονομία που επιτρέπει τη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης σε λίγες μεγάλες εταιρείες δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Πρέπει να δοθεί χώρος σε όσους δημιουργούν, σε όσους καινοτομούν, σε όσους στηρίζουν την τοπική και εθνική οικονομία.

Η μικρομεσαία επιχειρηματική κοινότητα δε ζητά ειδικά προνόμια.

Ζητά ένα περιβάλλον όπου θα μπορεί να εργαστεί, να επενδύσει, να αναπτυχθεί χωρίς τον φόβο της επόμενης μέρας. Χωρίς αυτή τη νέα αφετηρία, ο κίνδυνος είναι προφανής: μια οικονομία που θα λειτουργεί μόνο για τους ισχυρούς, αφήνοντας πίσω της χιλιάδες επαγγελματίες και εργαζόμενους.

Η αλλαγή είναι αναγκαία. Και αυτό θα είναι προϊόν μιας άλλης πολιτικής.

Κατηγορίες
Κοινωνία Περιφερειακά Νέα

Από τις ευχές, στη προσδοκία για εθνική ευθύνη και κοινωνικοοικονομική ευημερία

Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος 

Καθηγητής

Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Το 2025 βρίσκεται προ των πυλών του χρόνου και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε κοινωνικό, οικονομικό αλλά και εθνικό επίπεδο απαιτούν στρατηγικές επιλογές και δράσεις που θα επαναπροσδιορίσουν το συλλογικό μας μέλλον.

Σε μια εποχή που οι γεωπολιτικές αναταράξεις και οι κοινωνικές ανισότητες εντείνονται, η ανάγκη για κοινωνική συνοχή και οικονομική ανάπτυξη γίνεται επιτακτική.

Όμως,

Η πολιτική ανάλυση της παρούσας περιόδου αποκαλύπτει την έντονη αποξένωση μεταξύ των κομμάτων και της κοινωνίας. Τα πολιτικά κόμματα εμφανίζονται να λειτουργούν σε μια δική τους πραγματικότητα, αποκομμένα από τις ανάγκες και τις αγωνίες των πολιτών.

Αν προσπαθήσει κάποιος, με ισχυρή δόση επιείκειας και θετική διάθεση, να ερμηνεύσει αυτή την περίοδο, τις αρχές και τα πολιτικά προτάγματα των κομμάτων και πώς συνδέονται με την κρίσιμη συγκυρία που διανύουμε, μάλλον θα δυσκολευτεί να εντοπίσει το πολιτικό αποτύπωμα που έχει ανάγκη η χώρα και η κοινωνία ιδιαίτερα.

Ίσως διακρίνει δύο κόσμους παράλληλους και ξένους θα έλεγα, κοινωνία και κόμματα, που δεν τέμνονται, δε συναντώνται ως όφειλαν στοιχειωδώς, με υπαιτιότητα των κομμάτων και με συνέπεια να αγνοείται η υποχρέωση ευθύνης για «συμπόρευση» που θα δημιουργούσε την συνθήκη της «νομιμοποίησης» και κατ΄ επέκταση, του ουσιαστικού ρόλου τους ως εκφραστές της αγωνίας και της προσδοκίας για ασφαλή πορεία προόδου στο μέλλον.

Στην εποχή των βίαιων τροποποιήσεων του γεωπολιτικού status, με απορρύθμιση των μέχρι σήμερα ισορροπιών και βασικών σταθερών της διεθνούς τάξης που διασφάλιζε σχετικώς την ειρήνη, ο παραπάνω προβληματισμός με το σημαινόμενο τείνει να προσομοιάζει με «αυτοχειρία» και κατά συνέπεια με γοργό βηματισμό προς ενδεχόμενη «πορεία χωρίς επιστροφή».

Μιλάμε όμως για τη χώρα, για την κοινωνία και για τη νέα γενιά που επιζητά εναγωνίως ασφαλή δρόμο στον χρόνο, με προϋποθέσεις.

Ο χρόνος κυλά και η έλλειψη συγκεκριμένων και ρεαλιστικών πολιτικών προτάσεων καθιστά δύσκολο τα κόμματα να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και όραμα για το μέλλον. Η κοινωνία, αντιμέτωπη με προβλήματα, νιώθει απομονωμένη και ανήμπορη να επηρεάσει τις εξελίξεις.

Παρά τις αυξημένες απαιτήσεις, η πολιτική πραγματικότητα διαρκώς ή συχνά απογοητεύει.

Οι πολίτες αισθάνονται ότι οι θεσμοί αδυνατούν να ανταποκριθούν στα αιτήματά τους, ενώ η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού δυσχεραίνει τον βηματισμό τους. Η αλλαγή αυτής της κατάστασης απαιτεί πολιτικούς, πρόθυμους να βάλουν το συλλογικό καλό πάνω από το προσωπικό ή κομματικό συμφέρον. Δηλαδή, αυτό που αποκαλώ, κατά περιόδους των δημόσιων παρεμβάσεών μου, ως νέο πατριωτισμό.

Διαφορετικά η επίπλαστη και με πολύχρωμο περιτύλιγμα επικοινωνία της πολιτικής, θα υποκρύπτει, όσο μπορεί ακόμα, ότι η κοινωνία και η νέα γενιά κυνηγά όνειρα σε έναν κόσμο με εφιάλτες, όπως εύστοχα επισημαίνει ο ανώνυμος καλλιτέχνης του δρόμου.

Η εθνική ευθύνη και η κοινωνικοοικονομική ευημερία δεν είναι απλές υποχρεώσεις των πολιτικών κομμάτων αλλά προϋποθέσεις για τη διασφάλιση του μέλλοντος της χώρας. Οι πολίτες απαιτούν και δικαιούνται ηγεσίες που θα λειτουργούν με όραμα, συνέπεια, υπευθυνότητα και πατριωτισμό.

Στον πυρήνα αυτής της σκέψης, βρίσκεται η ανάγκη για ένα νέο πολιτικό ήθος, που να βασίζεται στη δέσμευση για μια καλύτερη Ελλάδα.

Το 2024 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση και την εγκαθίδρυση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και ως η μακροβιότερη δημοκρατική  περίοδος,  θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «εποχή δημοκρατίας». Στο διάβα αυτής της πεντηκονταετίας, η ελληνική κοινωνία έχει ωριμάσει πολιτικά, απαιτώντας από τις ηγεσίες να αναλάβουν συγκεκριμένες και «μετρήσιμες» δεσμεύσεις.

Δεν αρκεί πλέον η γενικόλογη ρητορική, οι υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και οι ευχές ως «ἔπεα πτερόεντα» κατά την ομηρική φράση. Απαιτείται το «Ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε», δηλαδή η θεμελιώδης πολιτική και ηθική αρχή της σύνδεσης λόγων και έργων.

Διότι,

Ο κίνδυνος των δυνάμεων του επονομαζόμενου «λαϊκισμού» καραδοκεί.

 

Καλή Χρονιά με υγεία

Exit mobile version