Η ανακοίνωση των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, Λογοτεχνικής Μετάφρασης και Παιδικού Βιβλίου για το έτος 2024, αφορά έργα που εκδόθηκαν το 2023.
Η διαδικασία ακολουθεί τις διατάξεις του Ν. 3905/2010 και τις εγκυκλίους που καθορίζουν τη σύνθεση των αρμόδιων Επιτροπών, οι οποίες εξέτασαν με προσοχή τη βιβλιοπαραγωγή του έτους.
Στις 19 Απριλίου 1824, διακόσια χρόνια πριν, πεθαίνει στο «αλωνάκι» ο Τζορτζ Γκόρντον Νόελ Μπάιρον, ο οικείος λόρδος Βύρων. Δύο χρόνια αργότερα, νύχτα της 10ης προς την 11η Απριλίου 1826, η Εξοδος των πολιορκημένων συγκλονίζει τον κόσμο όλο. Και πρώτους τους ίδιους τους Ελληνες, που τα εμφύλια πάθη τους απειλούσαν με οικτρό τέλος την Επανάσταση. Κινδύνευαν, όπως προειδοποιούσε ο Μπάιρον, να καταντήσουν αθύρματα στα χέρια ξένου βασιλιά ή να κατασφαγούν από τους Οθωμανούς.
Στον Μπάιρον αφιέρωσαν ποίημά τους πολλοί Ελληνες λογοτέχνες: Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Αλέξανδρος Σούτσος, Αχιλλέας Παράσχος, Προβελέγγιος, Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Καρυωτάκης, Γρυπάρης, Δροσίνης, Πολέμης κ.ά. Το «ποίημα λυρικό» «Εις τον θάνατον του λορδ Μπάιρον» αποτελείται από 166 τετράστιχες στροφές, σε μέτρο εμβατηριακό, τροχαϊκό, όπως και στο ζευγάρι του, τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν». Γράφτηκε τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο του 1824, αλλά μόλις το 1849 δημοσιεύτηκαν οι δύο πρώτες στροφές του· άλλωστε ο Σολωμός δεν το εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Η Διχόνοια η δολερή
Αρκετοί οι κοινοί τόποι του «Υμνου» και του θρήνου για τον Βύρωνα, και πρώτα πρώτα το Μεσολόγγι και οι προτροπές για αποφυγή της διχόνοιας. Στον «Υμνο», η «δολερή» διχόνοια κρατάει σκήπτρο. Στο ποίημα για τον Μπάιρον, η «θεομίσητη Διχόνοια» απεικονίζεται «κρατώντας κάτι φίδια / που είχε βγάλει απ’ την καρδιά». Με τη Διχόνοια καταλήγει το ποίημα, και συγκεκριμένα με την ευχή-εντολή που απευθύνουν στους επαναστάτες «φάσματα ελληνικά»: «Η Διχόνοια κατατρέχει / την Ελλάδα· αν νικηθεί, / ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ, / τ’ όνομά σας ξαναζεί». Νωρίτερα, στις στροφές 81-82, ο Σολωμός εκλιπαρεί να σιγήσουν τα εμφύλια όπλα, και μάλιστα διά στόματος Μπάιρον: “Και τους φώναξε: «Φευγάτε / τσ’ Ερινύας την τρικυμιά· / ω, τι κάνετε; Πού πάτε; / Για φερθείτε ειρηνικά· // γιατί αλλιώς θε να βρεθείτε / ή με ξένο βασιλιά, / ή θα καταφανισθείτε /από χέρια αγαρηνά”».
Το σπουδαιότερο κοινό στοιχείο των δύο συγγενικών σολωμικών ποιημάτων είναι βέβαια η Ελευθερία. Ωστόσο, από το ενθουσιασμένο και ενθουσιαστικό «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά» έχουμε μετακινηθεί στο πικρό και λυπημένο «Κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά»: «Λευθεριά, για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί· / τώρα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάιρον το κορμί». Και, με εμβληματικό τρόπο: «Ακου, Μπάιρον, πόσον θρήνον / κάνει, ενώ σε χαιρετά, / η πατρίδα των Ελλήνων· / κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά».
Η κηδεία του Μπάιρον σημάδεψε το Μεσολόγγι, όπως έντεκα μήνες νωρίτερα η κηδεία του Σουλιώτη οπλαρχηγού.
Ποιοι προσκαλούνται πρώτοι στην κηδεία του Βύρωνα; «Πρώτοι ας έλθουνε οι Σουλιώτες». Ο Σολωμός διατηρεί ακέραιο το σέβας του απέναντί τους, παρότι, καλά πληροφορημένος όπως ήταν, ενδέχεται να είχε μάθει κάποια πράγματα εξαιρετικώς στενάχωρα, για τα βαριά παράπονα και των πολιορκημένων Μεσολογγιτών και του Μπάιρον από τη συμπεριφορά ορισμένων Σουλιωτών οπλαρχηγών· παράπονα απαθανατισμένα στα Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21, του Νικόλαου Κασομούλη λ.χ. και του Αρτέμιου Μίχου. Οταν ο ποιητής μιλάει για τους Σουλιώτες έχει στον νου του, σαν γενικό ισοδύναμό τους, τον Μάρκο Μπότσαρη. Οπλαρχηγό τίμιο ανάμεσα στους ζωντανούς, δοξασμένο ανάμεσα στις σκιές του Κάτω Κόσμου. Στον Μάρκο, άλλωστε, είχε αφιερώσει ποίημά του: «Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα / απάνου στου Μάρκου το σώμα· / απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος, / μια θλίψη, μια άκρα βοή, / και θρήνος και κλάψα πολλή». Και ο Κάλβος, μόνο τον Μάρκο κατονομάζει στην «Εις Σούλι» ωδή του: «Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε / φύλακες των δικαίων, / της Σελλαΐδος σώσατε / τα τέκνα και τον Μπότσαρην / διά την Ελλάδα».
Του Μάρκου η θανή
«Φλάμπουρα, όπλα τιμημένα, / ας γυρθούν κατά τη γη, / καθώς ήτανε γυρμένα / εις του Μάρκου τη θανή», γράφει λοιπόν ο Σολωμός, θυμίζοντας τη συγκλονιστική κηδεία του Μπότσαρη, αποτυπωμένη και σε δημοτικό μοιρολόι: «Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι, / τον Μάρκο παν στην εκκλησιά, τον Μάρκο παν στον τάφο». Ο ποιητής εμφανίζει τον νεκρό Μπάιρον ως επισκέπτη σεβαστικό στον τάφο του Μάρκου: «Αυτός άγρυπνα στενάζει, / και εις την πλάκα την πικρή / που τον Μπότσαρη σκεπάζει / για πολληώρα αργοπορεί. // Εχει πλάγιασμα θανάτου / κι άλλος άντρας φοβερός / εις τα πόδια του αποκάτου, / κι είναι αντίκρυ του ο ναός». Ο «φοβερός άντρας», όπως ξέρουμε από τις «Σημείωσες» του ποιητή, είναι «ο ανδρείος Κυριακούλης [Μαυρομιχάλης] οπού εσκοτώθηκε εις το Φανάρι. Κείτονται ο Μάρκος και αυτός εμπρός εις το Αγιον Βήμα του ναού της Παναγίας, απ’ έξω».
Στη στροφή 115, ο Ζακύνθιος απευθύνεται στον Αγγλο: «Πες μου, ανδρείε, τι μελετούνε / οι γενναίοι σου στοχασμοί / που πολληώρα αργοπορούνε / εις του Μάρκου την ταφή;» Εδώ συλλειτουργούν η φυσική και η μεταφυσική. Ή μάλλον, ο Σολωμός δίνει μαεστρικά μεταφυσική διάσταση στην υλική υπόσταση των πληροφοριών του. Διότι ο μεν Μπάιρον δεν θα μπορούσε να ξέρει πού θα ταφεί, ο Σολωμός όμως δεν θα μπορούσε παρά να ξέρει πού ενταφιάστηκε, πληροφορημένος από το άριστο δίκτυό του.
Η κηδεία του Μπάιρον σημάδεψε το Μεσολόγγι, όπως έντεκα μήνες νωρίτερα η κηδεία του Μπότσαρη. Παραθέτω από το βιβλίο του 1881 «Ο θάνατος του Μάρκου Βότσαρη – Βίος του Λόρδου Βύρωνος και θάνατος αυτού», μεταφρασμένο εκ της Ιταλικής υπό Σπυρίδωνος Γούλη Κερκυραίου. Ο συγγραφέας δεν κατονομάζεται. «Μέλαν φέρετρον, εφ’ ου έκειτο ξίφος και στέμμα εκ χρυσού και αλόης, ακολουθούμενον υπό της φρουράς του Μεσολογγίου και υπό απείρων πολιτών, εκομίζετο μετά τρεις ημέρας εις τον ναόν, ένθα ανεπαύοντο τα οστά του Μάρκου Βότσαρη. Ούτως ο αετός του Σουλίου και ο λέων της Αγγλίας ευρέθησαν υπό τον σταυρόν του αυτού τάφου».
Η επιστολή
Τι γνώριζε ο Βύρων που μάλλον δεν το γνώριζε ο Σολωμός; Οπως ιστορεί ο υπασπιστής του κόμης Πέτρο Γκάμπα στην «Εκθεσι των κατά την μετάβασιν του Βύρωνος», μεταφρασμένη από τον Μπάμπη Αννινο το 1925, η τελευταία επιστολή του Μάρκου απευθυνόταν στον Μπάιρον: «Η Εξοχότης σας είναι ακριβώς ο άνθρωπος οπού μας εχρειάζετο. […] Πολυάριθμος στρατός εχθρικός μάς απειλεί, αλλά με την βοήθειαν του Θεού και της Εξοχότητός σας, θα εύρη εδώ την πρέπουσαν αντίστασιν. Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών εξ έξ ή επτά χιλιάδων, στρατοπεδευμένων σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω με μερικούς άνδρας μου, διά να έλθω προς απάντησιν της Εξοχότητός σας. Μη βραδύνετε πολύ να έλθετε».
Η επιστολή έφτασε στον Μπάιρον τρεις ημέρες μετά τον σκοτωμό του Μάρκου. Ωστε, λοιπόν, την εκόμισε ένα ιερό «φάσμα».
Η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας διοργάνωσε, στο Μεσολόγγι και στο πλαίσιο των “Γιορτών Εξόδου 2023”, εκδηλώσεις απόδοσης τιμής στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Παντελή Μπουκάλα με τίτλο «Το Μεσολόγγι στα δημοτικά τραγούδια και στα απομνημονεύματα των αγωνιστών», με τη συμμετοχή των μελών του Πανηγυρικού Συλλόγου, «ο Άη Συμιός», καθώς και μουσική εκδήλωση με τίτλο «Ελευθερία», την Κυριακή στις 2 Απριλίου του 2023 .
Οι εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν υπό την τιμητική παρουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Δαμασκηνού, του Αντιπεριφερειάρχη Πολιτισμού και Τουρισμού, Νικόλαου Κοροβέση, της Αντιπεριφερειάρχου ΠΕ Αιτωλοακαρνανίας Μαρίας Σαλμά, του Αντιπεριφερειάρχη Υποδομών και Έργων, Αθανάσιου Μαυρομάτη, του Αντιπεριφερειάρχη Οικονομικών Ανδρέα Φίλια, του Βουλευτού Αιτωλοακαρνανίας Γιώργου Βαρεμένου, του Δημάρχου Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, Κώστα Λύρου, της Αντιδημάρχου Οινιαδών, Μέμης Γούργαρη του Πρόεδρου του Πνευματικού Κέντρου Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ι.Π Μεσολογγίου, Νίκου Χαντζή, του Πρόεδρου του Επιμελητήριου Αιτωλοακαρνανίας Παναγιώτη Τσιχριτζή, της Προέδρου της Κοινότητας της Ι.Π Μεσολογγίου, Όλγας Δασκαλή ,του Πρόεδρου Απογόνων της Εξόδου, Γιάννη Μακρή, του πρώην Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας, Γιάννη Βαϊνά.
Την εκδήλωση προς τιμήν του Παντελή Μπουκάλα, χαιρέτισε ο Αντιπεριφερειάρχης Πολιτισμού και Τουρισμού, Νίκος Κοροβέσης ο οποίος εξήρε την προσωπικότητα και το έργο του, αναφέροντας ότι δεν είναι μόνο ένας εξαίρετος συγγραφέας και δημοσιογράφος, αλλά και ένας «σκαπανέας» της δημοτικής λαϊκής μας παράδοσης, καθώς η ενασχόλησή του και η έρευνά του με την λαϊκή αυτή έκφραση της ελληνικής ψυχής μάς έχει κληροδοτήσει μοναδικά αποτελέσματα, μια αληθινή πολιτιστική παρακαταθήκη.
Κεντρική ομιλήτρια της εν λόγω εκδήλωσης ήταν η Ομότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου, Μαρία Γκασούκα, η οποία αναφέρθηκε στον συγγραφέα, ποιητή, δημοσιογράφο και άνθρωπο, Παντελή Μπουκάλα, συγκινώντας, με την αναφορά στο έργο και στο σπάνιο ήθος του, το πλήθος κόσμου που παρευρέθηκε στο Κτίριο Χρυσόγελου, ενώ και ο ίδιος ο τιμώμενος Παντελής Μπουκάλας πραγματοποίησε μια μοναδική και διεξοδική αναφορά στο Μεσολόγγι και στα δημοτικά του τραγούδια, καθώς και στα απομνημονεύματα των αγωνιστών.
Μια υπέροχη στιγμή της εκδήλωσης αυτής ήταν η απόδοση παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών της «τάβλας» από τα μέλη του Συλλόγου των Πανηγυριστών «ο Άη Συμιός», τους συντηρητές της άυλης τοπικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς, που θύμισαν στο κοινό την αξία της δημοτικής λαϊκής παράδοσης. Την εκδήλωση συντόνισε η Ειδική Συνεργάτης του Κτιρίου Χρυσόγελου και Msc Φιλόλογος, Σόφη Λαναρά.
Ακολούθως, στο αμφιθέατρο του διοικητηρίου και έπειτα από τους θερμούς χαιρετισμούς του Αντιπεριφερειάρχη Πολιτισμού και Τουρισμού, Νικόλαου Κοροβέση, της Αντιπεριφερειάρχου ΠΕ Αιτωλοακαρνανίας Μαρίας Σαλμά και του Δημάρχου Ι.Π Μεσολογγίου, Κώστα Λύρου, το πολυπληθές κοινό που παρευρέθηκε, παρακολούθησε ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό μουσικό πρόγραμμα από καταξιωμένους καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου, οι οποίοι πραγματοποίησαν ένα μουσικό αφιέρωμα, με σκοπούς τραγουδιών, εμπνευσμένων από τους αγώνες της πατρίδας για την υπέρτατη αξία της ελευθερίας, από την ιστορική περίοδο του 1821 έως και σήμερα.
Οι μοναδικές ερμηνείες του Λάκη Χαλκιά , της Σοφίας Βόσσου, της Μαρίας Σουλτάτου, του Κώστα Τριανταφυλλίδη, του Γιώργου Αδαμόπουλου και της Παιδικής ΧορωδίαςΤυπάλδου υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια και παρουσίαση του Γιάννη Τζουανόπουλου κατενθουσίασαν το κοινό που συμμετείχε ενεργά καθόλη τη διάρκεια της συναυλίας με το ενθουσιώδες χειροκρότημά του.
Ο Τομέας Πολιτισμού της ΠΔΕ-ΠΕ Αιτωλοακαρνανίας ευχαριστεί θερμά όλα τα τοπικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που στηρίζουν και προβάλλουν τις εκδηλώσεις. Επίσης, ευχαριστεί θερμά τον εικαστικό Γιάννη Ρόμπολα για την επιμέλεια του φύλλου ενημέρωσης (αφίσας).
Ο Τομέας Πολιτισμού με τις παρούσες εκδηλώσεις τιμής και πολιτισμού επεδίωξε αρχικά, την υλοποίηση εκδηλώσεων που στοχεύουν στην ανάδειξη των ήδη καταξιωμένων και αναγνωρισμένων πνευματικών ανθρώπων της περιοχής και στην έκφραση ενός συλλογικού «ευχαριστώ» για την προσφορά τους στην ψυχοπνευματική ανύψωση του κοινωνικού συνόλου και έπειτα να εξυμνήσει την Έξοδο της Ι.Π Μεσολογγίου, μια ανεπανάληπτη ιστορική στιγμή που αποτελεί έκφραση και αποτύπωση της γενναίας ελληνικής ψυχής, συνδυάζοντας τον στόχο της γνήσιας ψυχαγωγίας και της υπενθύμισης κορυφαίων ιστορικών γεγονότων που ενώνουν και καλλιεργούν το πνεύμα και την ψυχή των πολιτών.
Μπορεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης να είναι θρύλος ή μύθος, ωστόσο είναι και κάτι πολύ ουσιωδέστερο από αυτό. Είναι ιστορία.
Ο βίος του, ένοπλος από πολύ μικρή ηλικία και έως τον θάνατό του στο Φάληρο, στις 23 Απριλίου 1827, μας κληροδότησε, κατά τον συγγραφέα, την πυκνότερη και διαυγέστερη σύνοψη του Αγώνα. Τον πολύτροπο άντρα, τον φιλόδοξο κλέφτη, έναν δαιμόνιο, ποικίλο Έλληνα, τον έκανε επαναστάτη η ίδια η Επανάσταση, με τις τεράστιες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις που απελευθέρωσε.
Το Μάγουλο της Παναγίας, ένα πεζογράφημα θεατρικής μορφής, αποτελεί μια αυτοβιογραφική εικασία που αρδεύεται εξίσου από τη φαντασία και τις πολλές διαθέσιμες μαρτυρίες, ιστοριογραφήματα, δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές αναφορές κ.ά.
Για όσους δεν μπορούν να παραβρεθούν, η συζήτηση θα μεταδίδεται και με live streaming από την σελίδα της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και από το κανάλι της στο YouTube
και ο συγγραφέας Παντελής Μπουκάλας
Συμμετέχει ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος, μουσικός.
Ο Παντελής Μπουκάλας γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Δημοσιογραφεί στην Καθημερινή. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος (1980 ), Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, Ρήματα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010) και Μηλιά μου αμίλητη (2019). Επίσης έναν τόμο με βιβλιοκριτικές υπό τον τίτλο Ενδεχομένως – Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, δύο τόμους υπό τον τίτλο Υποθέσεις, με επιφυλλίδες του στην Καθημερινή της Κυριακής, και τους τρεις πρώτους τόμους της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω… : Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα : Η αγαπώ και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017, Το αίμα της αγάπης : Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση και Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα : Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή, 2019).Έχει μεταφράσει τον Επιτάφιο Αδώνιδος του Βίωνος του Σμυρναίου, τα ποιήματα του τόμου Επιτάφιος λόγος – Αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα και τα Συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Έχει επίσης μεταφράσει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου (ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, 2005), τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο, 2005), τις Τρωάδες του Ευριπίδη (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2010), τον Κύκλωπα του Ευριπίδη και το ομότιτλο ειδύλλιο του Θεόκριτου (Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, 2017 ), τις Θεσμοφοριάζουσες (Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, 2018 ), την Ιφιγένεια την εν Αυλίδι του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2019) και την Ελένη του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2021). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά (αφιέρωμα του περιοδικού Poesia του Μιλάνου, Νοέμβριος 2014), στα πολωνικά (η μετάφραση των Ρημάτων εκδόθηκε στο Γκντανσκ το 2014 ), τα αγγλικά, τα αλβανικά, τα αραβικά, τα ισπανικά, τα καταλανικά (στον τόμο La busqueda del Sur, Βαρκελώνη, 2016 ), τα γαλλικά (στον τόμο Poètes grecs du 21e siècle, Παρίσι, 2017) και τα ρωσικά. Το 2018 έγινε διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του Παντελή Μπουκάλα “ΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ- Αυτοβιογραφική εικασία του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ” από τις 23 Απριλίου, επέτειο του θανάτου του Γεωργίου Καραϊσκάκη, οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ σε συνεργασία με τα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ IANOS διοργανώνουΝ διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου που θα γίνει το Σάββατο 8 Μαΐου 2021, στις 12.00 μ.μ.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Διονύσης Καψάλης, συγγραφέας
Αντώνης Κωτίδης, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ
Θοδωρής Γκόνης, συγγραφέας και σκηνοθέτης
και ο συγγραφέας του βιβλίου.
Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, σκηνοθέτης και ηθοποιός.
Την εκδήλωση θα προλογίσει και θα συντονίσει ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά και θα μεταδίδεται ζωντανά από το IANOS RADIO, το κανάλι Youtube του ΙΑΝΟΥ και τη σελίδα Facebook του ΙΑΝΟΥ και της ΑΓΡΑΣ.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μπορεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης να είναι θρύλος ή μύθος, ωστόσο ο ατίθασος Γιος της Καλογριάς, ο βίαια ή τερπνά ελευθερόστομος Γύφτος, είναι και κάτι πολύ περισσότερο και ουσιωδέστερο από αυτό. Είναι ιστορία. Βαριά ιστορία.
Ο βίος του, ένοπλος από πολύ μικρή ηλικία και έως τον θάνατό του στο Φάληρο, στις 23 Απριλίου 1827, μας κληροδότησε την πυκνότερη και διαυγέστερη σύνοψη του Αγώνα. Τον πολύτροπο άνδρα, τον φιλόδοξο κλέφτη, έναν δαιμόνιο, ποικίλο Έλληνα, τον έκανε επαναστάτη η ίδια η Επανάσταση, με τις τεράστιες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις που απελευθέρωσε .
Το συναρπαστικό όραμα της Επανάστασης -να γίνει πατρίδα ο τόπος, ελεύθερη πατρίδα, και να γίνουν Έλληνες οι Ρουμελιώτες, οι Μοραϊτες, οι νησιώτες, οι ετερόχθονες- στράτευσε από μια στιγμή κι έπειτα κατ’ αποκλειστικότητα τον στρατηγικό νου του Καραϊσκάκη, τα θυελλώδη αισθήματά του, την πανούργα γλώσσα του, που τη χρησιμοποιούσε σαν πολλαπλασιαστή των συντροφικών και πατριωτικών αισθημάτων, σαν όργανο αυθεντικού σαρκασμού και αυτοσαρκασμού ή μεταφορέα του χλευασμού του για τους αντιπάλους του, ομόφυλους και αλλόφυλους.
Στράτευσε βέβαια και το σώμα του ο Αγώνας, εξασθενημένο από την πολύχρονη φθίση κι ωστόσο ακμαίο.
Επί δεκαετίες, ο ξεγραμμένος από γιατρούς και συντρόφους Καραϊσκάκης περιγελούσε τον θάνατο, τον έκλεβε.
«Ο Καραϊσκάκης δύναται τω όντι να θεωρηθή ως το γνησιώτερον, ούτως ειπείν, προϊόν της Ελληνικής επαναστάσεως» συμπεραίνει αρκετά νωρίς ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, βιογραφώντας τον καπετάνιο, μισό αιώνα μετά τον θάνατό του, για τους υπεύθυνους του οποίου οι μαρτυρίες δεν συμφωνούν.
Τα λεγόμενα του ιστορικού περιποιούν με την αλήθεια τους την ύψιστη τιμή σ’ έναν παθιασμένο άνθρωπο που δεν δίσταζε να ρίχνεται πρώτος στη μάχη, για να δείξει εμπράκτως ότι τα αξιώματα υπάρχουν για να υπηρετούμε το κοινό καλό ριψοκινδυνεύοντας, όχι για να απολαμβάνουμε την ασφάλειά τους και τα σαγηνευτικά τους δώρα.
Το μάγουλο της Παναγίας, ένα πεζογράφημα θεατρικής μορφής, αποτελεί μια αυτοβιογραφική εικασία που αρδεύεται εξίσου από τη φαντασία και τις πολλές διαθέσιμες μαρτυρίες, ιστοριογραφήματα, δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές αναφορές κ.ά.
Ήρωές του ο Καραϊσκάκης ο γραμματικός του Δημήτριος Αινιάν, η Μαριώ (μια Τουρκοπούλα που βαφτίστηκε χριστιανή, συνόδευε δε παντού τον καπετάνιο ένοπλη, ντυμένη σαν παλικάρι, με το όνομα Ζαφείρης) και ένας Τυφλός Λυράρης.
Ο Παντελής Μπουκάλας
Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Δημοσιογραφεί στην Καθημερινή. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος (1980), Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, Ρήματα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010) και Μηλιά μου αμίλητη (2019). Επίσης έναν τόμο με βιβλιοκριτικές υπό τον τίτλο Ενδεχομένως – Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, δύο τόμους υπό τον τίτλο Υποθέσεις, με επιφυλλίδες του στην Καθημερινή της Κυριακής, και τους τρεις πρώτους τόμους της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω… : Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα: Η αγαπώ και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017, Το αίμα της αγάπης : Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση και Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα : Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή, 2019).
Έχει μεταφράσει τον Επιτάφιο Αδώνιδος του Βίωνος του Σμυρναίου, τα ποιήματα του τόμου Επιτάφιος λόγος – Αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα και τα Συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Έχει επίσης μεταφράσει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου (ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, 2005), τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο, 2005), τις Τρωάδες του Ευριπίδη (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2010), τον Κύκλωπα του Ευριπίδη και το ομότιτλο ειδύλλιο του Θεόκριτου (Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, 2017), τις Θεσμοφοριάζουσες (Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, 2018 ), την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2019) και την Ελένη του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2021). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά (αφιέρωμα του περιοδικού Poesia του Μιλάνου, Νοέμβριος 2014), στα πολωνικά (η μετάφραση των Ρημάτων εκδόθηκε στο Γκντανσκ το 2014), τα αγγλικά, τα αλβανικά, τα αραβικά, τα ισπανικά, τα καταλανικά (στον τόμο La busqueda del Sur, Βαρκελώνη, 2016 ), τα γαλλικά (στον τόμο Poètes grecs du 21e siècle, Παρίσι, 2017) και τα ρωσικά. Το 2018 έγινε διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ο συμπατριώτης μας Παντελής Μπουκάλας μιλάει στο NEWS 24/7 για τον ωκεανό της δημοτικής ποίησης, τα κλέφτικα τραγούδια και τους καπεταναίους του ‘21.
Συνέντευξη στον Γιάννη Φιλέρη
Πώς ζούσαν οι Γραικοί στα χρόνια της σκλαβιάς; Τι μας λένε τα κλέφτικα τραγούδια για την επαναστατημένη Ελλάδα; Ποιοι τα διέσωσαν και ποιοι τα νόθευσαν; Γιατί η εκκλησία καταριόταν τα δημοτικά; Ο Παντελής Μπουκάλας ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, έχει μελετήσει σε βάθος τη Δημοτική Ποίηση και μιλάει στο NEWS 24/7 για τις αλήθειες και τους μύθους.
Τώρα που έρχεται η επέτειος για τα 200 χρόνια της επανάστασης του 1821, αναμένοντας τα ταρατατζούμ της «Εθνικής Επιτροπής», ο καθένας από μας ανασύρει μνήμες. Όσο πιο πίσω στο παρελθόν πάει το μυαλό, άλλο τόσο περίεργες είναι και οι αναμνήσεις, με φουστανέλες, τον Παπαφλέσσα-Παπαμιχαήλ της μικρής οθόνης, να εμπλέκονται με θεατρικά στο σχολείο, πανηγυρικούς από τους Γυμνασιάρχες-Λυκειάρχες, κλαρίνα, τσάμικα και καλαματιανά
Η ηγεσία μιας άλλης «επανάστασης» στα λόγια, στρατιωτικής δικτατορίας στην πραγματικότητα, είχε ξαμοληθεί στα χωριά, εγκαινιάζοντας ανύπαρκτα έργα με το μυστρί του ο Πατακός, χορεύοντας τσάμικα με τους φαντάρους ο Παπαδόπουλος, ενώ λίγη ώρα πριν μαθητές, προσκοπάκια και λοιποί, αναβίωναν, ας πούμε τη μάχη της Γραβιάς. Αν δει κανείς τα επίκαιρα των 150 ετών, της επετείου που εορτάστηκε καταμεσής της χούντας θα καταλάβει. Και στα αυτιά του θα ηχήσουν τα κλαρίνα και τα απαραίτητα δημοτικά.
Ποια δημοτικά, όμως; Όχι, βέβαια όλα. Αν ήξερε η χούντα την ελευθεροστομία και το πνεύμα των ραγιάδων, των Γραικών που κάποτε ονειρεύτηκαν ότι μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αφέντες, μπορεί και να το έριχνε στην κλασική μουσική.
Η δημοτική ποίηση δεν είναι, βέβαια, αυτή που μάθαμε εμείς μεγαλώνοντας στις πόλεις, έστω κι αν κάποια γιαγιά πρόλαβε να μας σιγοτραγουδήσει ένα από τα αγαπημένα της. Στη δική μου, τη λατρεμένη Αρετή που’ χε και ωραία φωνή, της άρεσε η Περβολαριά και τραγουδούσε σχεδόν δακρύζοντας «περβολαριά μου σε ηγάπησα, μες την καρδιά μου σε ζωγράφισα». Σε ηγάπησα, ναι…
Τα τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα από την ίδια ζωή των Ρωμιών, περίγραψαν έρωτες, διηγήθηκαν παραμύθια, μίλησαν για τον θάνατο, τη γυναίκα, τον άντρα, βίωσαν την σκλαβιά, αφουγκράστηκαν την επανάσταση.
Ο Παντελής Μπουκάλας, που όπως λέει ο ίδιος «κολύμπησε από νωρίς στον ωκεανό» της δημοτικής ποίησης και θα μας βοηθήσει σήμερα σε μια προσπάθεια κατανόησης μιας παράδοσης, που μας ενώνει με το παρελθόν μας.
Συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος εδώ και χρόνια στην Καθημερινή, ο Παντελής έχει γράψει ήδη τρία βιβλία για τα δημοτικά και ετοιμάζει το τέταρτο σε δυο τόμους, βασισμένο στην διδακτορική του διατριβή. Τώρα στα … γεράματα, βλέπετε, αποφάσισε να γίνει και φιλόλογος παίρνοντας το πτυχίο του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Κύπρου.
Πού να φανταζόμουν, μειράκιον της δημοσιογραφίας το 1986, σε ποιον άνθρωπο πήγαιναν τα χειρόγραφά μου για να διορθώσει τις ελληνικούρες και τις ασυνταξίες μου, ώστε να δημοσιευτούν στις αθλητικές σελίδες της «Πρώτης»; Τον θυμάμαι να καπνίζει αρειμανίως, να γράφει ακόμη περισσότερο και να μιλάει για … ποδόσφαιρο!
Δεν είναι μύθος, αλλά αλήθεια. Οι διορθωτές των εφημερίδων, ήταν πάντα οι πιο μορφωμένοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στα Γραφεία τους. Ο Παντελής Μπουκάλας έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό: Η γραφή του είναι μοναδική και αξεπέραστη. Όσοι τον διαβάζουν τακτικά, καταλαβαίνουν.
Το πέλαγος της δημοτικής ποίησης
Ένας άριστος μαθητής που οι καθηγητές του στο Γυμνάσιο τον έπεισαν ότι έπρεπε να γίνει γιατρός, έγραψε όμως άσχημα στην … έκθεση (ακόμη το φέρει βαρέως) και έτσι μπήκε στην οδοντιατρική. Την τελείωσε από πείσμα και προς χάριν της μητέρας του, η οποία δεν πρόλαβε να τον δει πτυχιούχο, αλλά προφανώς δεν επρόκειτο ποτέ να εξασκήσει το επάγγελμα, αφού είχε γεννηθεί για να γράφει, να διαβάζει και πάλι να γράφει.
«Μόνο στον στρατό, έβγαζα τα δόντια των φαντάρων και τους έκανε ενέσεις καφεΐνης για να συνέλθουν από τα βραδινά μεθύσια…»
Η ενασχόληση με τη δημοτική ποίηση πως προέκυψε;
«Από μικρός μου άρεσε να πηγαίνω σε πανηγύρι, είχα ακούσματα, με ενδιέφερε και η γλώσσα τους. Όταν αποφάσισα να τα μελετήσω και να τα καταγράψω συνειδητοποίησα ότι δεν είναι εύκολο. Μπήκα σε ένα τεράστιο πέλαγος και αποφάσισα να κολυμπήσω. Φυσικά έπρεπε να μελετήσω όσους είχαν ασχοληθεί προγενέστερα με τη δημοτική ποίηση, όπως ο Νίκος Πολίτης και ο Γιώργος Ιωάννου αλλά και τους νεότερους σαν τον Αλέξη Πολίτη και τους υπόλοιπους συγγραφείς, μελετητές που ασχολήθηκαν με την δημοτική παράδοση. Με τον καιρό, είτε έβρισκα, είτε μου’ ρχονταν και τοπικές συλλογές, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ανακαλύπτοντας σχεδόν χαμένους θησαυρούς, που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην επίσημη βιβλιογραφία με τα καταγεγραμμένα τραγούδια. Μάθαινα κιόλας πράγματα που μου διέφευγαν…
Όπως;
«Ότι η τουρκοκρατία σε άλλες περιοχές της Ελλάδας δεν κράτησε 400 αλλά 500 χρόνια, σε άλλες δεν πήγε καν, ωστόσο το μίσος για τους Φράγκους μπορεί να ήταν και μεγαλύτερο, ενδεχομένως και λόγω του σχίσματος μεταξύ ορθόδοξων και καθολικών. Παρουσιάζοντας και το τραγούδι όπου πέφτουν κατάρες στον Άγιο Γεώργιο, γιατί δεν αντέχεται άλλο η σκλαβιά, με έβαλε στο μάτι ο «Στόχος» κι έγινα … εθνομηδενιστής, λες κι έγραψα εγώ τους στίχους»
Είναι ένα συνεχές ταξίδι, δηλαδή.
«Με ανεξάντλητους σταθμούς. Η διατριβή που λέγαμε, ή αν προτιμάς το δίτομο τέταρτο σχετικό βιβλίο, έχει σαν θέμα τον έρωτα των γυναικών ή των ανδρών με τους αλλόφυλους. Τούρκους, Αρβανίτες, Φράγκους, ακόμη και μαύρους, όπως λέει ένα τραγούδι από την Κρήτη. Όταν ρώτησα, μάλιστα, αν εννοούσαν κάτι άλλο, μου διευκρίνισαν ότι αφορούσε … μαύρο, μαύρο. Αν κάτσεις και σκεφτείς, ωστόσο, πόσα χρόνια έμειναν οι Σαρακηνοί στην Κρήτη δεν θα εκπλαγείς. Συνειδητοποίησα, ωστόσο, και κάτι άλλο ότι έπρεπε να μελετήσω τις παροιμίες και τις παραδόσεις των σύνοικων και των περίοικων λαών»
Ακόμη πιο δύσκολο;
«Και συναρπαστικό, ωστόσο. Να μελετήσω δηλαδή πομάκικα, εβραϊκά και αρβανίτικα τραγούδια. Ευτυχώς στην Αλβανία υπάρχει συγκεντρωμένο υλικό και εκεί ανακαλύπτει κανείς τον θαυμασμό με τον οποίο περιγράφονται τα κατορθώματα των Ελλήνων στην επανάσταση του 21. Οι Αλβανοί, μάλιστα, κι αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό ίσως, έχουν σώσει αντίστοιχα τραγούδια και για τον πόλεμο του 40, την αντίσταση στην κατοχή κλπ, αναφερόμενοι πάλι στον ηρωισμό των Ελλήνων. Με όλη αυτή τη διαδικασία βρήκα παντού φίλους, έχω πάει σε πολλά μέρη, για μια εκδήλωση, για μια ομιλία, που συνήθως κατέληγε σε γλέντι όπως συνήθως γίνεται. Αφορμή για ένα ποτήρι δηλαδή, για χορό, άσχετα αν όπως λέω και είναι αλήθεια, χορεύω πολύ άσχημα. Προτιμώ να γράφω βιβλία…»
Σε αυτή τη χαοτική καταγραφή, πως προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο. Πότε ξεκίνησε και πότε σταμάτησε, αν σταμάτησε, η δημοτική ποίηση;
«Πρώτα, θα πρέπει να πάμε κάπου στο 1000 μ.Χ, όπου ξεκινάνε τα πρώτα τραγούδια για τα κατορθώματα των Ακριτών. Χοντρικά θα μιλήσουμε για μια χιλιετία, αφού το τέλος επέρχεται μετά την επανάσταση του 1821 και την σταδιακή συγκέντρωση των πληθυσμών στα αστικά κέντρα. Φυσικά, όλα γίνονται προφορικά, δεν υπάρχει καταγραφή των τραγουδιών, ούτε ξέρουμε τους δημιουργούς. Δεν τέθηκε ποτέ θέμα πνευματικών δικαιωμάτων, ένα τραγούδι μπορεί να είχε πάμπολλες παραλλαγές, ανάλογα με το μέρος. Το μύθο με το γιοφύρι της Άρτας, δηλαδή, τον συναντάμε παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα. Όλοι οι λαοί είχαν τέτοια τραγούδια. Όλοι εκτός των Τούρκων, οι τραγουδιστάδες των οποίων ήταν γνωστοί και συγκεκριμένοι. Σε όλα τα υπόλοιπα Βαλκάνια κυριάρχησε η ανώνυμη δημοτική ποίηση, που άλλαζε από χωριό σε χωριό, έμπαιναν άλλα δίστιχα, ανάλογα το γεγονός, ανάλογα τη διάθεση του δημιουργού. Το ίδιο τραγούδι που σε μια περιοχή είναι χαρούμενο, σε μια άλλη μπορεί να’ ναι μοιρολόι. Αμερικανοί και Άγγλοι μελετητές, πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κατέγραψαν (σε μπομπίνες ήχου, μάλιστα) έκπληκτοι στην Σερβία, τραγουδιστές που μπορούσαν να απαγγείλουν 200 στίχους χωρίς να σταματήσουν. Αοιδοί, ή μήπως ραψωδοί;»
Τυφλοί τραγουδιστές, οι γυναίκες σε περίοπτη θέση
Ποιοι ήταν συνήθως οι τραγουδιστές;
«Στα δικά μας τα μέρη ήταν συνήθως τυφλοί. Για να μην είναι υποχρεωμένοι να ζητιανεύουν απομνημόνευαν τους στίχους των τραγουδιών και έτσι κατάφερναν να ζουν με αξιοπρέπεια. Όπως έλεγε και ο Κολοκοτρώνης, τα τραγούδια «τα λένε οι τυφλοί με τις λύρες». Οι καπεταναίοι, άλλωστε, είχαν τις δικές τους κομπανίες και στα γλέντια, τις έβαζαν να παίζουν.
Με τι όργανα;
«Σίγουρα όχι κλαρίνα. Αυτά τα φέραμε πολύ αργότερα και τα αφομοιώσαμε πλήρως με την παράδοσή μας, σε σημείο να ξεχνάμε ότι τα τραγούδια παίζονταν στον ζουρνά. Όπως έχει πει, μάλιστα, ο άριστος δεξιοτέχνης Μάνος Αχαλινωτόπουλος, οι Έλληνες αφομοίωσαν το κλαρίνο, αφού πρώτα το έπαιξαν όπως ο ζουρνάς, ένα πολύ δύσκολο όργανο, παρεμπιπτόντως. Κι οι περισσότεροι από τους οργανοπαίκτες ήταν τσιγγάνοι. Σταδιακά, λοιπόν, όλη αυτή η ιστορία σταμάτησε μετά την επανάσταση του 21, με την δημιουργία του σύγχρονου αστικού κράτους. Υπήρξαν, βέβαια, αναλαμπές όπως τα ληστρικά τραγούδια, που διαδέχθηκαν τα κλέφτικα, μόνο που για αντί για τους κλέφτες, μιλούσαν για τους ληστές. Ή τον θρύλο της Μαρίας Πενταγιώτισσας τις πρώτης Ελληνίδας, που μπήκε στην εκκλησία χωρίς μαντίλα…»
Παίζει ξεχωριστό ρόλο στο δημοτικό τραγούδι η γυναίκα; Περισσότερο ελεύθερη, με δική της γνώμη και πρωτοβουλίες;
«Ναι και ειδικά στα Δωδεκάνησα όπου τις βλέπουμε αποφασισμένες ακόμη και να προστατεύσουν τον παράνομο έρωτά τους. Εμφανίζονται οι ξενιτεμένοι κερατάδες, τα μούλικα, τα χάδια που αποζητά η γυναίκα, ενώ ο άντρας της λείπει. Κι ο άλλος, ο ξενιτεμένος, που μαγεύτηκε στα ξένα και πήρε κόρη μάγισσας, απλά γνώρισε μιαν άλλη γυναίκα και την παντρεύτηκε, όπως συνέβη πολλές φορές στην πραγματικότητα. Βλέπουμε κι εκείνες που προτιμούσαν να πεθάνουν, από το να τουρκέψουν, αλλά και τις άλλες που πήγαιναν οικειοθελώς στον πασά ή τον βοεβόδα. Δεν ήταν όλοι επαναστατημένοι, ή δεν επαναστάτησαν όλοι μαζί, αν προτιμάς. Υπάρχουν και τραγούδια που αποκαλύπτουν ιστορικές προδοσίες, όπως εκείνη του καλόγερου στο μοναστήρι της Αιμυαλούς στη Δημητσάνα, που έδωσε στους Τούρκους τον αδερφό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γιάννο ή Ζορμπά.
Το γεγονός συνέβη στα αλήθεια το 1806 και εκείνη η ομάδα των κλεφτών ζήτησε από τον καλόγερο να τους κρύψει για ένα βράδυ
Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλια
κι οι κλέφτες τον αγνάντευαν από ψηλή ραχούλα
από μακριά τον χαιρετάν κι από κοντά του λένε
Ψωμί κρασί καλόγερε να φάν τα παλικάρια
Κοπιάστε απάνου στο ληνό να κάμετε λημέρι
Τήρα καλά καλόγερε να μη μας μαρτυρήσεις
σου κόβει ο Γιώργης τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι
Και κείνος πείσμα το ‘βάλε, πολύ του ‘κακοφάνει
τους άφησε και ξένοιασαν και πάει στη Δημητσάνα…
Αυτά λέει μια από τις παραλλαγές του και συνεχίζει να διηγείται πως ο καλόγερος έδωσε τα παλικάρια στους Τούρκους, που το επόμενο το πρωί έζωσαν το Ληνό και σκότωσαν, εν τέλει τον Ζορμπά και τους συντρόφους του. Γενικά με τους καλόγερους, οι κλέφτες δεν τα πήγαιναν τόσο καλά, κι αυτό έχει αποτυπωθεί σε μια σειρά από τραγούδια».
Θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει το περιεχόμενο των δημοτικών;
«Είναι ευρύτατο. Έρωτας, αγάπη, προδοσία, θάνατος, ξενιτιά, φόνος, αποκοτιές, όσα ζούσαν οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή τους. Ο Κλωντ Φωριέλ στην πρώτη μετάφραση των δημοτικών, υποστήριξε ότι αν υπήρχε μια πλήρης συλλογή, θα μιλούσαμε για μια ιδανική ιστοριογραφία και καταγραφή των εθίμων των κατοίκων της. Μαθαίνουμε πολλά πάντως για το πώς σκέφτονταν οι Έλληνες, ή μάλλον οι Γραικοί και οι Ρωμιοί, όπως ονομαζόμαστε μέχρι να ξεκινήσει η επανάσταση».
Πρώτα διάσωση, και μετά νόθευση
Από τα κλέφτικα τραγούδια τι μαθαίνουμε;
«Όχι μια εκτεταμένη ιστορία, αλλά συγκεκριμένα ηρωικά κατορθώματα κλεφτών. Μάχες με τους Τούρκους, μαρτυρικούς θανάτους, αποτρόπαιες πράξεις του κατακτητή, όπως αυτή στο τραγούδι του Χρόνη, τον οποίο ο δερβέναγας ρωτά τι κάνουν τα παιδιά του, ενώ μέσα στον τορβά έχει τα κεφάλια τους. Τον προκαλεί, μάλιστα, να λύσει το δισάκι για να βρει δυο μήλα κόκκινα, δυο πατρινιά λεμόνια. Όταν ο Χρόνης βλέπει τα κεφάλια των γιών του, αφιονίζεται και πέφτει με το σπαθί του σε ολόκληρο το τούρκικο ασκέρι, θερίζοντας δώδεκα Αρβανίτες και δυο μπουλουκμπασήδες. Ο αποκεφαλισμός εχθρών, συγγενών είναι ένα συχνό θέμα που συναντάμε στα κλέφτικα
Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα τραγούδια προσπάθησαν να τα νοθεύσουν. Οφείλουμε πάρα πολλά στους ξένους, που ανέλαβαν να τα πρωτομεταφράσουν και κυρίως στον Γάλλο λόγιο Κλωντ Φωριέλ, που τη διετία 1824-25, μετέφερε στα γαλλικά και επανέφερε μάλιστα το ελληνικό ζήτημα στην επικαιρότητα. Σε μια πολύ κρίσιμη εποχή…»
Λόγω των εμφυλίων πολέμων;
«Ακριβώς. Η επανάσταση είχε σχεδόν ξεχαστεί, οι Ρουμελιώτες είχαν κατέβει στην Πελοπόννησο και χυνόταν αίμα. Ξέφτιζε σιγά-σιγά η ελληνική υπόθεση στο εξωτερικό, καθώς δίναμε την εικόνα ότι σφαζόμασταν μεταξύ μας. Κι έτσι ήταν. Ο Φωριέλ, πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες, μεταφράζοντας αυτά τα απλά τραγούδια των επαναστατημένων Ελλήνων. Παρομοιάζοντας τα, ακόμη και με την Ιλιάδα, ήθελε να στείλει ένα μήνυμα, ότι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν σηκώσει κεφάλι δεν έτυχε απλά να ζουν στην ίδια χώρα, αλλά ήταν άξιοι επίγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που πάντοτε θαύμαζε η ευρωπαϊκή διανόηση. Και να φανταστεί κανείς ότι ο Φωριέλ δεν είχε έρθει πτέ στην Ελλάδα. Τις πρώτες συλλογές τις προμηθεύτηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή. Αμέσως μετά έγιναν μεταφράσεις στα γερμανικά από τον Γκέτε και τον Βίλχεμ Μίλερ, στα αγγλικά από τον Π.Μ.Λ Τζος και τον Τσαρλς Μπρίνσλεϋ Σέρινταν, στα ρωσικά από τον Ν.Ι Γκνιέτις και γνώρισε ο κόσμος ένα λαό και μια αυθεντική ποίηση που εξιστορούσε την ίδια του τη ζωή, τα βάσανα, τους πόθους και τους εφιάλτες του. Πιο πολύ, όμως, έμειναν αυτά τα τραγούδια στην αρχική τους μορφή, χωρίς την επέμβαση που ακολούθησε από τους μετέπειτα λόγιους μελετητές…»
Οι οποίοι τι έκαναν;
«Αλλοίωσαν πολλά απ’ αυτά. Άλλαζαν λέξεις, τις αντικαθιστούσαν με λόγιες, ευπρέπιζαν ότι δεν τους άρεσε, ότι δεν ταίριαζε με την «εθνική τους συνείδηση». Ειδικά τα κλέφτικα, υπέστησαν σωρεία αλλαγών, αφού ήταν τα πλέον ελεύθερα στο πνεύμα. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος πρωταγωνίστησε σε ένα τέτοιο ρόλο.
Αποκορύφωμα ήταν ότι το περίφημο «Μάνα δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» που για πολλά χρόνια είχε θεωρηθεί αυθεντικό κλέφτικο τραγούδι, αποτελούσε όμως παραποίηση από τον λόγιο ποιητή Παύλο Λάμπρο ενός άλλου τραγουδιού που έλεγε τα εξής:
«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνει νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες.
ωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν».
«Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια».
Όταν λέει σκλάβος των Τούρκων, κοπέλι στους γερόντους, υπονοεί προφανώς τους προεστούς. Είχαν περάσει όμως τα χρόνια κι έπρεπε το έθνος να μαθαίνει ότι ο αγώνας ήταν πανεθνικός, δίπλα στους κλέφτες, τους καπεταναίους ήταν όλοι μαζί, στο πλευρό τους. Εκκλησία, κοτζαμπάσηδες και όσοι έβλεπαν με μισό μάτι πρώτα την κλεφτουριά και μετά τους επαναστατημένους. Να φανταστείς πάντως ότι η διασκευή από τον Λάμπρο, καίτοι την είχε αποκαλύψει από νωρίς μελετώντας την διεξοδικά ο Νίκος Πολίτης, πέρασε διαχρονικά σαν αυθεντικό δημοτικό τραγούδι, πείθοντας κι αυτόν ακόμη τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Ο Αλεξανδρινός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν ήταν παρά ένα παραποιημένο κλέφτικο…».
Η εκκλησία δεν αγκάλιασε τη δημοτική ποίηση;
«Κάθε άλλο. Την απεχθανόταν. Τα μοιρολόγια τα αποκήρυσσε, τους ζουρνάδες και τις λύρες τα θεωρούσε όργανα του διαβόλου, γενικώς θεωρούσε ότι τα τραγούδια και οι χοροί οδηγούσαν σε ανεπίτρεπτες ηδονές, όχι συμβατές με την ευλάβεια που έπρεπε να επιδεικνύει ένας πιστός Χριστιανός. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός έχει ρίξει ατέλειωτες κατάρες, όπως να μείνουν άτεκνοι, ή να πεθάνει νέος ο άνδρας, όσους συμμετείχαν σε πανηγύρια, η καλούσαν σε γάμους και βαφτίσια
Ευτυχώς δεν συμμορφώνονταν όλοι οι πιστοί, αλλά και αρκετοί παπάδες, που έπαιρναν μέρος στα γλέντια, χορεύοντας και τραγουδώντας…»
Το ανατριχιαστικό τραγούδι του Διάκου
Η βωμολοχία είναι μέρος της δημοτικής ποίησης;
«Όσο ισχύει και στην καθημερινότητά μας, ναι ήταν. Δεν ντρέπεται να βωμολοχήσει ο ανώνυμος δημιουργός. Να πει κερατά τον … κερατά. Μου έκανε μάλιστα εντύπωση ότι κάποιες λέξεις, όπως το «πούστικο» χρησιμοποιείται για να δώσει άλλου είδους σημασία. O πούστης ήταν πούστης, πάντως. Στην αρχή δεν υπήρχε πρόβλημα. Μετά τον 19ο αιώνα, εμφανίστηκε ο καθωσπρεπισμός και εφευρέθηκαν μάλιστα οι τελίτσες, όπου υπήρχε βωμολοχία. Έψαχνες να βρεις τη λέξη. Όλοι βωμολοχούσαν, ωστόσο. Ο Καραϊσκάκης έμεινε στην ιστορία για τα δίστιχα που έβγαζε απαντώντας στους Τούρκους. Πως αυτόν τον άνθρωπο να τον βάλεις να μη βρίζει; Δε γίνεται. Κι είναι μια τεράστια μορφή ο γιος της καλογριάς, γιατί ενώ δεν πίστευε στην επανάσταση, συνειδητοποιήθηκε σιγά-σιγά, ότι έπρεπε να παλέψει για μια άλλη, πιο μεγάλη πατρίδα, από ένα αρματολίκι»
Δεν την ξέρουμε τόσο καλά την ιστορία μας…
«Σίγουρα δεν την μαθαίνουμε όπως θα έπρεπε. Γνωρίζουμε, ας πούμε, ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίστηκε σαν ήρωας της επανάστασης μόλις το 1872; Μέχρι τότε δεν συμπεριλαμβανόταν στους αγωνιστές του ’21, γιατί τα είχε βάλει με τους κοτζαμπάσηδες, τους πολιτικούς, κυρίως τον Κωλέττη, γιατί δολοφονήθηκε από τον Γκούρα κλπ. Μέχρι και ότι ήταν Μουσουλμάνος (!) είχε κατηγορηθεί, στην προσπάθεια συκοφάντησής του…»
Είναι και οι εθνικοί μύθοι που μας παρασέρνουν καμιά φορά. Άλλα φανταζόμαστε για τους ήρωες, άλλα συνέβησαν στην πραγματικότητα. Πόσο μας βοηθάνε τα δημοτικά τραγούδια, τα κλέφτικα να τους κατανοήσουμε, ή να μάθουμε τα ιστορικά γεγονότα
«Αν τα μελετήσουμε με προσοχή, σίγουρα θα πάρουμε σημαντική βοήθεια. Το ότι οι επαναστατημένοι δεν έλεγαν ακόμη Έλληνες και προτιμούσαν το Γραικός, το διαβάζουμε στο τραγούδι του Διάκου, που φωνάζει «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν΄ αποθάνω»…
Είπε ο Διάκος, όμως, «για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει»;
«Αυτό μας το μετέφερε αργότερα, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Θα μπορούσε να το πει, ωστόσο. Στο τραγούδι του Διάκου, όμως, τον βλέπουμε σχεδόν ζωντανό μπροστά μας, να στρίβει το μουστάκι του όταν ο Ομέρ Βρυώνης του ζητάει να γίνει Τούρκος και να του απαντάει περιφρονητικά. Μια εικόνα φοβερή από μια απλή κίνηση, καθημερινή, όπως το στρίψιμο στο μουστάκι, που σίγουρα θα έκανε και ο Διάκος
Είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι. Βλέπουμε κατ’ αρχήν τα πουλιά, που εμφανίζονται πολλάκις στα κλέφτικα, αλλά και μαθαίνουμε ότι στην Αλαμάνα, ο Αθανάσιος Διάκος τα έβαλε με στρατό 18.000! Δεν είναι ψέμα, αλλά πραγματικότητα
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε».
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
’ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Η περιγραφή είναι συγκλονιστική, αλλά αντικατοπτρίζει και το αληθινό γεγονός για το τι ακριβώς συνέβη στη μάχη της Αλαμάνας, όπου λίγοι Έλληνες προσπάθησαν να σταματήσουν το ασκέρι του Ομέρ Βρυώνη. Ο ανώνυμος ποιητής που δοξολογεί περισσότερο, παρά μοιρολογεί, τον Διάκο δεν κάνει καμιά αναφορά σε Λεωνίδα και Θερμοπύλες, όπως θα έμοιαζε λογικό, λόγω και της γεωγραφικής σύμπτωσης των δυο μαχών. Γενικά στα κλέφτικα τραγούδια δεν συναντάμε τέτοιες αναφορές. Υπάρχουν σε εκείνα του Παναγιώτη Τσομπανάκου, που συνόδευε στα βουνά της Πελοποννήσου τους πολεμιστές και είχε λάβει μια σχετική μόρφωση στα νιάτα του»
Ο Κολοκοτρώνης εμψυχώνει τους άνδρες του
Έφτιαχναν οι καπεταναίοι κλέφτικα τραγούδια;
«Οι περισσότεροι, όπως είπαμε, είχαν την κομπανία τους και έπαιζαν. Ένα κλέφτικο τραγούδι, έφτιαξε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Όπως έχει ο ίδιος διηγηθεί, στην προεπαναστατική περίοδο, για να απελευθερώσει αρκετούς φυλακισμένους που μετέφεραν οι Τούρκοι, έπρεπε να εμψυχώσει τους άνδρες του, καθώς έπρεπε να τα βάλλουν με στρατό δυο χιλιάδων. Ο μετέπειτα αρχιστράτηγος δανείστηκε τα λόγια από ένα παλιότερο τραγούδι και σκάρωσε αυτό:
Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται.
Κοιμόνται στα δασιά κλαριά και στους παχιούς τούς ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν’ν τα παλικάρια.
Κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει:
Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας;
ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια-,
να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι
που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους•
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγει της χήρας το παιδί, π’ άλλο παιδί δεν έχει,
κι αυτό το ’χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο
Η μάχη στέφθηκε με επιτυχία, αφού οι κλέφτες σκότωσαν 87 Τούρκους και είχαν μόλις μια απώλεια, ένα πρωτοξάδελφο του Κολοκοτρώνη. Τραγούδια έφτιαξε και ο Μακρυγιάννης. Οι υπόλοιποι, όχι. Εμπιστεύονταν τις κομπανίες τους».
Γιατί η Χούντα θέλησε να οικειοποιηθεί τόσο πολύ το δημοτικό τραγούδι;
«Δεν είναι μόνο δικό της γνώρισμα. Ξεκίνησε όλο αυτό από την δικτατορία του Μεταξά, ταυτόχρονα με την καπηλεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Οι ημιμαθείς συνταγματάρχες πίστευαν ότι θα έρχονταν κοντά στο λαό χορεύοντας τσάμικα και καλαματιανά…»
Είναι αλήθεια ότι ο Διονύσιος Σολωμός αγάπησε την δημοτική ποίηση;
«Σε αυτόν χρωστάμε ένα μεγάλο μέρος της διάσωσής τους. Αυτός έδωσε εντολή στους μαθητές του, να βγουν στο δρόμο, να μαζέψουν όσα περισσότερα τραγούδια μπορούσαν. Ο Ανδρέας Λασκαράτος που είχε δάσκαλο τον Ανδρέα Κάλβο, τον οποίο θεωρούσε όμως και υπέρμετρα αυστηρό, επισκεπτόταν συχνά τον Σολωμό. Έκανε ένα σωρό ταξίδια ο Κεφαλλονίτης, πήγε σε όλη την Ελλάδα, όλοι οι λόγιοι τον παρότρυναν να μην ασχολείται με αυτά τα παρακατιανά τραγούδια. Δεν φαντάζεσαι την έκπληξή μου όταν πριν από μερικά χρόνια ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιάννης Παπακώστας, μου παρέδωσε μια χειρόγραφη συλλογή με δεκάδες λαϊκά τραγούδια, που είχε συγκεντρώσει ο Λασκαράτος μέχρι το 1840! Ένας αδημοσίευτος, άγνωστος θησαυρός που εκδόθηκε σε βιβλίο…»
Ποια είναι η γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών;
«Η ζωντανή, η πηγαία, αυτή που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι άνθρωποι, να συνεννοηθούν. Όχι με λόγιες παρεμβάσεις, αλλά διάφορες λέξεις που δανειζόντουσαν από Τούρκους και Βενετσιάνους.
Σε κάθε περιοχή, φυσικά, υπήρχαν τα τοπικά ιδιώματα. Γι αυτό και στο σπίτι μου υπάρχουν ένα σωρό λεξικά, κυπριακά, ποντιακά κλπ, γιατί αλλιώς δεν θα’ βγαινε και άκρη»
Πόσο πλούσια η φτωχή είναι τελικά αυτή η γλώσσα;
«Όσο δεν φανταζόμαστε. Μερικοί νομίζουν, ή δολίως πιστεύουν, ότι το λεξιλόγιο είναι περιορισμένο. Στο πρώτο μου βιβλίο («Όταν το ρήμα γίνεται όνομα») θέλησα να καταγράψω πόσες διαφορετικές ονομασίες έχουν χρησιμοποιήσει οι ανώνυμοι ποιητές για την «αγαπημένη». Δεν είναι μία και δυο, αλλά περίπου εκατόν πενήντα…».
Τα 3 βιβλία του Παντελή Μπουκάλα για τα δημοτικά τραγούδια που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα
ΟΤΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΝΟΜΑ
Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ο πόθος και ο φόνος στη Δημοτική Ποίηση
ΚΟΚΚΙΝ’ ΑΧΕΙΛΙ ΕΦΙΛΗΣΑ
Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή-Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το Δημοτικό Τραγούδι
Επίσης έχει επιμεληθεί και γράψει το επίμετρο του βιβλίου «Κλέφτικα τραγούδια, μεταφρασμένα σε πέντε γλώσσες (1823-1843) με εισαγωγή του Αλέξη Πολίτη» Έκδοση από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
Από την πανδημία, την καραντίνα και τη συνθήκη ανελευθερίας που βιώνουμε μέχρι το δημοτικό τραγούδι και τον κόσμο της προφορικότητας. Αν μη τι άλλο, η συζήτησή μας με τον γνωστό δημοσιογράφο, δοκιμιογράφο και ποιητή υπήρξε μεγάλου εύρους.
Την ιδεατή οικειότητα που ίσως έχεις αισθανθεί για τον δημοσιογράφο, ποιητή, δοκιμιογράφο, επιμελητή εκδόσεων, κριτικό λογοτεχνίας, μεταφραστή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μελετητή της δημοτικής ποίησης και διδάκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας Παντελή Μπουκάλα μέσα από τα κείμενα (αρθρογραφεί καθημερινά από το 1987) ή τα βιβλία του (δημοσιεύει έργα του από το 1980) θα ενισχύσουν η γλυκύτητα της φωνής του και η τρυφερότητα του χαρακτήρα του, αν τον γνωρίσεις από κοντά.
Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η έκδοση του βιβλίου του «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή», του τρίτου τόμου των δοκιμίων του για το δημοτικό τραγούδι. Πάνω από 25 χρόνια αξεδίψαστα μελετάει τον λαϊκό ποιητή, «τον ανώνυμο και προπαντός ακτήμονα δημιουργό μιας ποίησης που παραμένει σαγηνευτική ακόμη κι όταν δεν τραγουδιέται και δεν χορεύεται», τον άνθρωπο που «έχει φυσικότερη σχέση με τον χρόνο, καθώς και με τον γύρω του κόσμο». Η σειρά «Πιάνω γραφή να γράψω… – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» (Εκδόσεις Άγρα) που θα ολοκληρωθεί σε 14 ακόμη σταθμούς, όπως έχει προαναγγείλει, είναι αναμφίβολα ένα έργο ζωής για τον Παντελή Μπουκάλα.
Η πρώτη σκέψη μου περνώντας το κατώφλι του σπιτιού του και παρατηρώντας τον κατάμεστο από βιβλία προσωπικό του χώρο είναι ότι αυτός ο φανατικός άνθρωπος των γραμμάτων όπως ακάματα γράφει το ίδιο ακάματα διαβάζει. Πολύ σύντομα διαπίστωσα και ότι το ίδιο ακάματα είναι πρόθυμος για ώρες να σου μιλάει για όσα γνωρίζει· ένας αληθινά διανοούμενος της εποχής μας που δεν θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη την πρωτόγνωρη συνθήκη που βιώνουμε αυτό τον καιρό.
Πώς είναι για σας η αλλόκοτη αυτή περίοδος που διανύουμε;
Βαριά η καλογερική, ως γνωστόν, και πολύ πιο βαριά, αφόρητη, όταν δεν προκύπτει εκουσίως αλλά κατόπιν εντολής. Κατοικίδιος ήταν ο περισσότερος χρόνος μου και προ καραντίνας, όπως και της πλειονότητας νομίζω. Αν θέλαμε όμως, αν νιώθαμε την ανάγκη της παρέας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, του γηπέδου, της ταβέρνας, μπορούσαμε να βγούμε, να εξανθρωπιστούμε δηλαδή μέσα από την κοινωνικότητά μας. Το σχεδόν παγκόσμιο «απαγορευτικό» έδειξε πόσο εύκολα αναιρούνται όσα θεωρούμε δεδομένα και τα οποία έχουν όλα ένα όνομα: ελευθερία. Ελευθερία εξόδου, ελευθερία μετακίνησης, ελευθερία συνάθροισης, ελευθερία στη διαχείριση του προσωπικού μας χρόνου. Σε ορισμένες χώρες απειλήθηκε σοβαρά ακόμη και το ίδιο το δικαίωμα λόγου και κριτικής στην εξουσία. Εδώ σ’ εμάς δεν έλειψαν οι ούτως ειπείν δημοσιογραφικοί ή πολιτικοί λοιμωξιολόγοι που έσπευδαν να χαρακτηρίσουν αντεθνική και την παραμικρή ένσταση απέναντι στο αφήγημα της απόλυτης επιτυχίας.
Η καραντίνα έληξε, όμως η επιβολή νόμου και τάξης στις πόλεις «για την προστασία των πολιτών» παρατείνεται – την ίδια ώρα κάποιοι «αγνοούν» τα ίδια μέτρα κατά το δοκούν. Πώς χαρακτηρίζετε αυτή την τακτική;
Από την εποχή του Σόλωνα και του Ανάχαρση όλα τα «απαγορευτικά», οι νόμοι δηλαδή και οι κανόνες, παραμένουν όμοια με τους ιστούς της αράχνης: πνίγουν τους αδύναμους, ενώ οι δυνατοί τα σπάνε και οδεύουν προς την «επιτυχία» και την «ευτυχία». Κατόπιν αυτού όσοι πάνε πλατεία επειδή θέλουν να πούνε δυο κουβέντες με τους συνομηλίκους τους και δεν έχουν πού αλλού να πάνε, με τα πάντα γύρω τους κλειστά, είναι δυνάμει αντιεξουσιαστές. Μια προληπτική απολύμανσή τους με αντισηπτικά δακρυγόνα είναι απαραίτητη. Κι αυτοί που πήγαν στην Ομόνοια όμως δεν πήγαν για να δουν ωραία σιντριβάνια, αλλά για να εκθέσουν τον κ. δήμαρχο δολίως συνωστιζόμενοι. Το κατάλαβε βέβαια και ζήτησε συγγνώμη, με αποτέλεσμα να εισπράξει 78 ραδιοτηλεοπτικούς και 54 εφημεριδογραφικούς επαίνους. Ζήλεψε όμως ο πρωθυπουργός. Και αναμένεται να ζητήσει κι αυτός συγγνώμη με ειδικό διάγγελμα για τον προ Μαξίμου πρωτοψάλτειο συνωστισμό.
Η πανδημία επηρεάζει καταστροφικά πολλούς συνανθρώπους μας, ανάμεσά τους και όσους εργάζονται στους τομείς του πολιτισμού. Τι παρατηρείτε να συμβαίνει στον χώρο του βιβλίου εξαιτίας της;
Οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών αντιμετωπίστη καν περίπου όπως αντιμετωπίστηκαν οι ηλικιωμένοι στα γηροκομεία της Ευρώπης: σαν βάρος περιττό. Η πολιτεία θυμήθηκε πάρα πολύ αργά την ύπαρξή τους και τα προβλήματα επιβίωσής τους όταν ήδη είχε αναπτυχθεί ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας και συμπαράστασης. Και όταν τους θυμήθηκε –με τις τσαπατσούλικες αποφάσεις της που δεν απέρρεαν από σχέδιο ούτε απέβλεπαν στην ουσιαστική ενίσχυση όλων των εμπλεκομένων– έδωσε νέους λόγους δίκαιης διαμαρτυρίας. Οσο για τον χώρο του βιβλίου, πάει αδιάβαστος. Ισως οι επικοινωνιαστές του πρωθυπουργού να εμπνευστούν κάποια επίσκεψή του σε βιβλιοπωλείο, συμβολική –τι άλλο;–, αλλά μέχρις εκεί.
Κρατάμε στα χέρια μας τον περίπου 800 σελίδων τρίτο τόμο της μελέτης σας για το δημοτικό τραγούδι. Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεστε;
Είναι σοβαρό ερώτημα ποιος θα διαβάσει αυτά τα βιβλία, όμως άμα ξεκινάει έτσι ο συγγραφέας, δεν γράφει. Η μικρή πείρα μέχρι τώρα έδειξε ότι είναι αρκετά ευρύτερο το κοινό απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Αναρωτιέστε γιατί είναι τόσο μεγάλα τα βιβλία; Θα σας πω. Γιατί είμαι βουλιμικός όταν καταβροχθίζω και δεν θέλω να είμαι τσιγκούνης όταν γράφω. Μπορούσα να κάνω το βιβλίο μικρότερο. Ενας τρόπος θα ήταν αντί μιας ολόκληρης παραλογής να παραθέτω τρεις στίχους και να παραπέμπω σε μια έκδοση. Μια έκδοση όμως που είναι δυσεύρετη πώς να υποθέσω ότι ο αναγνώστης μπορεί να τη διαθέτει; Ο στόχος μου ήταν να δώσω στον αναγνώστη όλη την τέρψη. Τα τραγούδια που μπορούμε να γευτούμε μαζί να τα δώσω ολόκληρα και όχι να παραπέμπω σε ψυχρές σελίδες. Δεν θέλω την ψυχρότητα των κλασικών ακαδημαϊκών βιβλίων. Θέλω να πω ιστορίες. Και στην ιστορία δεν είσαι τσιγκούνης, δεν κλέβεις παραγράφους. Τη λες ολόκληρη.
Η τέρψη της ανάγνωσης ενός δοκιμίου ήταν ένα στοίχημα για σας;
Ισως τελικά και να μη στέκει ο τίτλος δοκίμιο στην περίπτωση αυτών των βιβλίων. Γι’ αυτό τον λόγο στον πρόλογο του πρώτου τόμου είχα γράψει ότι θέλω να κάνω «δοκιμηγήματα». Ο στόχος μου ήταν –και παραμένει– να γράψω δοκιμιακά αφηγήματα ή αφηγηματικά δοκίμια. Να φτιάξω μια ιστορία που να είναι τερπνή. Και το δέλεαρ είναι τα ίδια τα τραγούδια, δεν είναι οι δικές μου σκέψεις. Ηθελα να γράψω δοκίμια που να περιλαμβάνουν τα βιβλιογραφικά μου ριζώματα αλλά και να πω ιστορίες.
Στον πρώτο τόμο της σειράς αφηγηθήκατε την ιστορία μιας λέξης, στον δεύτερο ενός μοτίβου και στον τρίτο το ταξίδι ενός φιλιού. Τι θα περιλαμβάνει ο επόμενος;
Ο επόμενος τόμος, που μάλλον θα κυκλοφορήσει το 2021 και έχει σχέση με το 1821, είναι η διδακτορική διατριβή μου «Ο έρως και το έθνος: Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης». Αφορά την καταγραφή στη δημοτική ποίηση του έρωτα μεταξύ Ελλήνων και Ελληνίδων με αλλόθρησκους και αλλόφυλους. Αυτό θα είναι ακόμη μεγαλύτερο βιβλίο από τα προηγούμενα και θα είναι δίτομη έκδοση.
Το κόκκινο, του αίματος,του φιλιού, του έρωτα, είναι δοξολογημένο στη λαϊκή ποίηση…
Η λατρεία του κόκκινου είναι απίστευτη στο δημοτικό τραγούδι αλλά και στις παραλογές, τις παροιμίες, στα αινίγματα. Στον τρίτο αυτό τόμο πιάνω όλη τη μυθολογία για το πώς εμφανίστηκε το κόκκινο χρώμα, τη γέννηση της πορφύρας και τα πρώτα κόκκινα χείλη, που είναι τα χείλη ενός σκύλου, αλλά και το πώς το κόκκινο χρώμα απέκτησε την έννοια του αληθινού. Ψάχνοντας, η έκπληξή μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη όταν βρήκα ότι η λέξη κόκκινος στα ελληνικά σημαίνει αληθινός. Υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο γι’ αυτό.
Πόσο καλά γνωρίζουμε στο σύνολό της τη δημοτική ποίηση;
Ας πούμε από τους λογοτέχνες μας. Με βάση όσα μπορούμε να ξέρουμε σήμερα, μακάρι να είχαν πληρέστερη εικόνα. Γιατί τελικά αν βασιστείς μόνο στον Νικόλαο Πολίτη –όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης που, αν και φανατικός του δημοτικού τραγουδιού, μόνο σε αυτόν παραπέμπει–, πολλά κομμάτια του ελληνικού τραγουδιού, κρισιμότατα και τερπνότατα, μένουν έξω από τον κόσμο σου, δεν πληροφορείσαι την ύπαρξή τους. Δεν μαθαίνεις τα τραγούδια που αντιβαίνουν στα «καλώς κείμενα ώτα», όπως έλεγε περιπαίζοντας ο Καβάφης – ο λογοτέχνης που είχε την ευρύτερη συλλογή ανθολογιών δημοτικών τραγουδιών.
Ποια είναι αυτά τα τραγούδια;
Ενα τραγούδι για μια ελληνοπούλα που αγαπάει έναν Τούρκο ή έναν Φράγκο είναι ένα τραγούδι που αντιβαίνει στον κανόνα. Τραγούδια αυτού του χαρακτήρα δεν υπάρχουν στη συλλογή «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» του Νικολάου Πολίτη, που είναι ακόμη η κατευθυντήρια συλλογή του είδους. Οπως επίσης δεν θα βρεις εκεί το τραγούδι για τον Αϊ-Γιώργη που προδίδει την ελληνοπούλα και την παραδίδει στον Σαρακηνό να τη γλεντήσει, ενώ απαντάται σε όλες τις διαλέκτους της ελληνικής και ο τόμος του ’62 της Ακαδημίας Αθηνών περιέχει μία από τις καθαρές παραλλαγές του· δεν αποκρύπτεται δηλαδή. Οποιος όμως ήξερε μόνο τη συλλογή του Ν. Πολίτη δεν θα μάθαινε το τραγούδι.
Και τι θα έχανε;
Τη γνώση για το πόσο έτοιμος ήταν ο σκλαβωμένος Ελληνας να αμφισβητήσει ακόμη και τον κατεξοχήν άγιό του καθώς έβλεπε να περνούν οι αιώνες χωρίς τη βοήθεια των θείων. Οταν έχεις πει στον κόσμο ότι ο θεός είναι Ελληνας, θα το βρεις μπροστά σου κάποια στιγμή· υπάρχουν ποιήματα που διαμαρτύρονται για την απουσία της θείας υπεράσπισης ήδη μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ενώ υποτίθεται ότι εμείς σήμερα είμαστε πολύ πιο προχωρημένοι πνευματικά από αυτούς τους σκλαβωμένους και ταπεινωμένους, τους ραγιάδες, διαπιστώνουμε ότι το πνεύμα του δημοτικού ανθρώπου είναι τόσο ελεύθερο που σε αιφνιδιάζει με την ίδια του την ελευθερία, σε ξεπερνάει. Εγώ ζηλεύω την ελευθερία τους. Αυτό είναι το βασικό μάθημα που απέσπασα.
Υπάρχουν τραγούδια που αποκρύφτηκαν εσκεμμένα;
Είναι πολλά τα τραγούδια τα οποία ευπρεπίστηκαν γλωσσικά ή αποσιωπήθηκαν διότι αντιβαίνουν στον κανόνα. Αν όμως θες να δεις τον γνησιότερο καθρέφτη του ελληνικού λαού, δεν πας να σπάσεις ένα κομμάτι εδώ και να θολώσεις ένα άλλο κομμάτι εκεί για να φτιάξεις την εικόνα που εσύ θες να σχηματίσεις για τον ελληνικό λαό. Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου θέλω να πολεμήσω με το στερεότυπο ότι τα ελληνικά τραγούδια είναι παραπονιάρικα, ηττοπαθή. Δεν είμαστε ηττοπαθείς και γκρινιάρηδες. Από τον Αδαμάντιο Κοραή και κυρίως από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και μετά δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι το δημοτικό τραγούδι έχει θρηνητικό χαρακτήρα στο σύνολό του και ότι αποκλειστικό γνώρισμα του ελληνικού λαού είναι μια απέραντη γαμήλια θλίψη. Ομως στην έρευνα μου στα δημοσιευμένα γαμήλια τραγούδια των περίοικων και σύνοικών μας λαών βρήκα το ίδιο γαμήλιο πένθος. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια μονομανία με τη θλίψη και με το πένθος σαν λαός. Δεν το βλέπω ούτε στη δημοτική μας ποίηση ούτε τώρα. Και μια από τις πιο γερές αποδείξεις –που χρησιμοποιήθηκε από την αρχή στα κείμενα που είναι αντιθετικά στον Σπ. Ζαμπέλιο και στον «ζαμπελισμό» που πέρασε και σε επόμενους λόγιους– είναι το τραγούδι «Τούτ’ η γης που την πατούμε», το οποίο μάλιστα χορεύεται με τον πιο περήφανο τρόπο. Δεν το άκουσε πουθενά άραγε ο Ζαμπέλιος; Δεν το άκουσε. Γιατί ο Ζαμπέλιος άκουσε αυτά που ήθελε να ακούσει. Δυστυχώς πρωταγωνίστησε στη νόθευση των τραγουδιών ήδη από το 1860. Οσο για τον Κοραή, αυτός δεν ήξερε όλα τα δημοτικά τραγούδια. Και επίσης, ως λόγιος, δεν γούσταρε τη μουσική τους και δυστροπούσε με τη γλώσσα τους.
Το χιλιοτραγουδισμένο «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα» στο οποίο είναι αφιερωμένος ο τρίτος τόμος της σειράς είναι ένα τραγούδι που χρωστάμε στον Αδαμάντιο Κοραή, όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο σας.
Το αυτόνομο, όπως έφτασε σ’ εμάς, τραγούδι του φιλιού είναι οι έξι στίχοι που μας παραδόθηκαν σαν απόληξη της παραλογής «Η κόρη ταξιδεύτρια», την οποία κατέγραψε ο Κοραής γύρω στο 1800 και δημοσίευσε το 1824 ο Φοριέλ. Ως αυτόνομο τραγούδι υπάρχει σε πολλές παραλλαγές· εγώ τις καταγράφω όλες. Το ποτάμι είναι ένα στην αρχή, μετά γίνονται τρία, πέντε, εφτά, εννιά. Πάντα σε περιττό αριθμό, μαγικός αριθμός για τη λαϊκή αντίληψη. Και βέβαια εκτός από την εκδοχή του ποταμιού έχουμε και τις βουνίσιες παραλλαγές του τραγουδιού όπου βάφεται κόκκινο ό,τι υπάρχει στα βουνά και τα όρη. Τους έξι αυτούς στίχους ο Νικόλαος Πολίτης τους είδε αταίριαστους με την υπόλοιπη ιστορία της «Κόρης ταξιδεύτριας», τους απέσπασε και το προτείνει σαν αυτοτελές άτιτλο τραγούδι στη συλλογή του. Πρέπει να σας πω όμως ότι ο Ν. Πολίτης ενώ σε άλλες περιπτώσεις μένει έκθαμβος με την ποιητικότητα γενικά του δημοτικού τραγουδιού που δεν υπολογίζει σχήματα, ορθή λογική και κανόνες, χαρακτήρισε το συγκεκριμένο τραγούδι «ασιανικό». Και όπως ξέρουμε ο όρος «ασιανισμός» στην τέχνη έχει αρνητικό χαρακτήρα. Εγώ δεν βρίσκω τίποτα το ασιανικό στο τραγούδι αυτό, ίσα ίσα θεωρώ ότι εκφράζει την απόλυτη δικαίωση του έρωτα και της ζωής. Τη μουσική του τραγουδιού δεν την ξέραμε. Η μουσική των δημοτικών τραγουδιών δεν καταγραφόταν· δεν είχαν αυτή την έγνοια.
Υπήρξε όμως η έγνοια για την καταγραφή του προφορικού ποιητικού λόγου.
Ακριβώς. Και το πρώτο μάζεμα έγινε λόγω του Διονύσιου Σολωμού, ο οποίος έλεγε στους μαθητές του «σώστε τα δημοτικά μας, εκεί είναι το πνεύμα, εκεί είναι η ψυχή και εκεί είναι η γλώσσα μας». Και τους έστελνε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας για να καταγράψουν δημοτικά τραγούδια. Ενας από τους νεότερους πνευματικούς μαθητές του Σολωμού ήταν ο Κεφαλλονίτης ποιητής και πεζογράφος Ανδρέας Λασκαράτος. Τη συλλογή του Λασκαράτου απαρτίζουν περί τα 380 τραγούδια, «μαζεμένα από τους τραγουδιστάδες», όπως σημειώνει ο ίδιος στον τίτλο του χειρόγραφου το οποίο βρέθηκε στα χέρια του Ιμπέρ Περνό, ενός από τους καλύτερους νεοελληνιστές του 20ού αιώνα. Από τον Περνό το χειρόγραφο έφτασε στον ομότιμο καθηγητή Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Παπακώστα, ο οποίος έκανε την ταύτιση με τον Λασκαράτο, μου πρότεινε να το δουλέψουμε μαζί και εκδόθηκε το 2016 από την Αγρα προτού βγει η σειρά των δικών μου δοκιμίων.
Στην πρώτη έκδοση δημοτικών τραγουδιών, στο έργο του Κλοντ Φοριέλ, που βγήκε στο Παρίσι έβαλε επίσης το χέρι του ο Κοραής.
Και το ομολογεί στον πρόλογό του ότι βγάζει τα δημοτικά τραγούδια χάρη στην βοήθεια του ιατρού Κοραή, όπως τον λέει. Και είναι ομολογημένο από τους μελετητές –εγώ είμαι απολύτως βέβαιος– ότι χάρη στην έκδοση του Φοριέλ και στην Έξοδο του Μεσολογγίου αποκτήσαμε κράτος. Η έκδοση αυτή που βγήκε το 1824-1825, στην καρδιά της Επανάστασης, βρίσκει το φιλελληνικό κίνημα ανάστατο – εδώ σφαζόμασταν μεταξύ μας. Ο στόχος του Φοριέλ είναι να δείξει στους λόγιους της Ευρώπης –ήταν ρητός στόχος του– ότι σε αυτήν την χώρα δεν υπάρχουν μόνο αγάλματα και άθλιοι βοσκοί που είναι ντροπή για τον τόπο –οι Ευρωπαίοι λόγιοι λέγανε για μας ότι ήμασταν μια ατελής ουρά που συνιστά ύβρη για τα ιερά αυτά χώματα– αλλά μια ποίηση που καλύτερη δεν μπορείτε να βρείτε στην Ευρώπη. Η δίτομη έκδοση του Φοριέλ που περιέχει λαμπρά δείγματα της ελληνικής λαϊκής ποίησης προκάλεσε απίστευτη αναζωπύρωση του φιλελληνικού κινήματος και αναπλήρωσε την περιφρονητική σιωπή των περιηγητών ως μια κίνηση αλληλεγγύης στο εμπόλεμο λαό.
Είναι ένας ζωντανός οργανισμός το δημοτικό τραγούδι σήμερα;
Ο κόσμος της προφορικότητας όχι. Το δημοτικό τραγούδι κατά μία έννοια πέθανε με την πρώτη γραμμοφώνηση. Ο Σπυρίδων Περιστέρης, μουσικός και συλλογέας, σε μια αποστολή της Ακαδημίας Αθηνών το 1952 στην Ευρυτανία, όπως αφηγείται ο ίδιος, επισκέφτηκε για δεύτερη φορά μια γιαγιά –στην οποία είχε πάει και πριν από μερικούς μήνες– για να του πει το ίδιο τραγούδι και του το λέει αλλιώς. «Γιατί, κυρία Σταυρούλα, μου το λες τώρα έτσι το τραγούδι;» τη ρωτάει. «Γιατί έτσι το άκουσα στο ραδιόφωνο, έτσι είναι το σωστό» του απαντάει εκείνη. Μιλάμε για τη μεταπολεμική εποχή, σκεφτείτε τι έγινε τις προηγούμενες δεκαετίες αλλά και τις επόμενες. Κανονικοποίηση. Οπως και στον χορό. Δεν χορεύεις το τσάμικο με τα βήματα. Ούτε θα σου το διδάξει κανείς. Θα δεις το σχήμα, αλλά το πώς θα το νοηματοδοτήσεις είναι δικός σου λογαριασμός.
Ο ιστορικός Δημήτρης Κυρτάτας στην παρουσίαση του δεύτερου τόμου της σειράς ανέφερε ότι διαβάζοντας το βιβλίο σας έμαθε για τους προγόνους μας όσα και διαβάζοντας Ιστορία. Είναι αυτός ο σκοπός των δοκιμίων σας;
Ναι, όμως όχι από την αρχή. Δοκιμιακό – λογοτεχνικό ήταν αρχικά το εγχείρημά μου. Ανθρωπογνωστικό, ελληνογνωστικό προέκυψε σιγά σιγά και συνεχίζει να προκύπτει. Είναι το ίδιο το υλικό απέραντο. Μπήκα σε αυτό το σχολείο ξυπόλυτος στα αγκάθια, με λιγότερα εφόδια από αυτά που θα όφειλα να έχω. Δεν μπήκα πάντως με αλαζονεία γιατί ήξερα ότι είναι συντριπτικό. Ο Γιάννης Αποστολάκης, προπολεμικός μελετητής και ξάδερφος του Νικόλαου Πολίτη, από τους πρώτους που έθεσαν το ζήτημα της νόθευσης του δημοτικού τραγουδιού και ο οποίος έκανε έξοχες αναλύσεις και κριτικές των συλλογών, κυρίως για τα κλέφτικα, έλεγε ότι «πρέπει να προσεγγίζεις τα δημοτικά τραγούδια σαν να μην ξέρεις απολύτως τίποτε». Πράγματι. Και αν λοιπόν από αυτά τα πολλά που μαθαίνω γι’ αυτά τα ποιήματα δείξω –όχι διδάξω– κάτι, εγώ θα είμαι πολύ ευτυχισμένος.
Στον τρίτο αυτό τόμο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, σημειώνετε πως ακολουθούν ακόμη δεκατέσσερις.
Δεν ξέρω αν θα είναι τόσοι τελικά οι τόμοι για το δημοτικό τραγούδι, αν και πλην του τελευταίου όλα από τα εξαγγελλόμενα βιβλία είναι πάνω από το 70% δουλεμένα. Οπως σας είπα, το επόμενο μάλλον θα βγει του χρόνου παρόλο που είναι σχεδόν έτοιμο. Φέτος, θέλω να εγκαινιάσω τη σειρά των μεταφράσεων μου από την αρχαία ελληνική γραμματεία και στο πρόγραμμά μου έχω δεκατρείς τόμους που θέλω να βγαίνει ένας το χρόνο.