Το Διοικητικό Συμβούλιο της Βυρωνικής Εταιρείας Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, μετά το θλιβερό άγγελμα θανάτου του Παναγιώτη Τσίρκα που υπήρξε επί σειρά ετών Ταμίας της Βυρωνικής Εταιρείας, συνήλθε εκτάκτως και ομόφωνα αποφάσισε τα εξής:
Να παραστεί η Πρόεδρος και μέλη του Δ.Σ στη νεκρώσιμη ακολουθία του εκλιπόντος.
Να εκφράσει τη βαθιά λύπη των μελών του και τα θερμά συλλυπητήρια του στην οικογένεια του εκλιπόντος.
Να καταθέσει αντί στεφάνου ένα ποσό στη μνήμη του, στο Εργαστήρι για Νέους με Αναπηρίες «Παναγία Ελεούσα».
Το παρόν να επιδοθεί στην θυγατέρα του Μαρία και να δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο.
Τη Βυρωνική Εταιρεία Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου επισκέφθηκε την Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός.
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της Προέδρου κ. Ροδάνθης Φλώρου τέλεσε την Ακολουθία του Αγιασμού για την έναρξη της νέας χρονιάς και ξεναγήθηκε στο χώρο των εκδηλώσεων, στην πλούσια βιβλιοθήκη και στο εντυπωσιακό μουσείο, όπου θαύμασε τα εκθέματα και την άψογη οργάνωση του χώρου.
Ο Σεβασμιώτατος δήλωσε εντυπωσιασμένος από την προσπάθεια αυτή και συνεχάρη θερμά την κ. Φλώρου και τους συνεργάτες της για την έμπνευση και τη δημιουργία του πολιτιστικού αυτού πολυχώρου, που αποτελεί σημείο αναφοράς για το Μεσολόγγι.
«Η Βυρωνική Εταιρεία Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, σε συνεργασία με τις τοπικές Αρχές, με τις Ελληνικές και Διεθνείς Βυρωνικές Εταιρείες επιτελεί ένα σπουδαίο έργο που χρειάζεται τη στήριξη όλων των τοπικών φορέων.
Προωθεί και προβάλλει το έργο και την προσφορά του Λόρδου Βύρωνα και του Φιλελληνικού Κινήματος του 19ου αιώνα, κάνοντας παράλληλα γνωστό το ηρωικό Μεσολόγγι σε όλο τον κόσμο.
Οι Φιλέλληνες δεν προσέφεραν μόνο τις περιουσίες και τα ταλέντα τους στην Επανάσταση, αλλά έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους για την Ελληνική Ανεξαρτησία. Επιβάλλεται να μελετήσουμε και να σπουδάσουμε το έργο τους και πρωτοβουλίες, όπως αυτή συμβάλλουν τα μέγιστα σε αυτή τη γνώση.
Ως Ποιμενάρχης της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου και διάδοχος του Εθνομάρτυρος Επισκόπου Ρωγών θα προβάλλουμε και θα στηρίξουμε το έργο της Βυρωνικής Εταιρείας.
Η Βυρωνική Εταιρεία Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζει την β΄ έκδοση του φωτογραφικού λευκώματος «Η Εκστρατεία της Μικράς Ασίας», σε εκδήλωση που διοργανώνει στις 4 Δεκεμβρίου 2022.
Το λεύκωμα περιλαμβάνει 276 φωτογραφίες από το πλουσιότατο για την περίοδο Φωτογραφικό Αρχείο της ΙΕΕΕ, που χρονολογούνται από τον Δεκέμβριο του 1920 έως το καλοκαίρι του 1922, ενώ έχει εμπλουτιστεί με υλικό από το Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της ΙΕΕΕ, άρθρα από τον Τύπο και αποσπάσματα από ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα.
Η έκδοση αυτή, πέρα από τον επετειακό της χαρακτήρα, αποτελεί φόρο τιμής στον επί σειρά ετών Γενικό Γραμματέα της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος-Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, αείμνηστο Ιωάννη Κ. Μαζαράκη-Αινιάνα, στον οποίο οφείλεται η πρώτη έκδοση.
Την Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022, η ΒΥΡΩΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου πραγματοποίησε εκδήλωση τιμώντας την Επέτειο των 200 Χρόνων από τον θάνατο του Φιλέλληνα Στρατηγού Κάρλ Νόρμαν που άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι στις 15 Νοεμβρίου 1822.
Την εκδήλωση χαιρέτησαν η Πρόεδρος της Βυρωνικής Εταιρείας, Ροδάνθη- Ρόζα Φλώρου, η οποία αναφέρθηκε στον Φιλελληνισμό και ο Αντιδήμαρχος Νίκος Καραπάνος.
Τον συντονισμό της εκδήλωσης είχε η Γεν. Γραμματέας της ΒΕΜ, Έλενα Σπίνουλα-Ζαβιτσανάκη.
Ο Καθηγητής Κώστας Παπαηλιού, συγγραφέας και συλλέκτης σπανίων βιβλίων, με μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη ομιλία με θέμα ” Στρατηγός Νόρμαν: Από το Έρενφελς στο Μεσολόγγι” μας γνώρισε την ζωή αλλά και την προσφορά του Στρατηγού Νόρμαν προς την Αγωνιζόμενη Ελλάδα.
Την θαυμάσια δραματοποίηση και την ανάγνωση τριών επιστολών του Στρατηγού Νόρμαν που γράφτηκαν στο Ναβαρίνο, την Κόρινθο και το Μεσολόγγι, ανέλαβαν ο Τάσος Ζούκας και η Φανή Πρεμέτη σε σκηνοθεσία της Ελευθερίας Τσακανίκα, όλοι τους μέλη της δραστήριας Θεατρικής Ομάδας του Πολιτιστικού Εργαστηρίου Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου.
Με την Σονάτα No1. op. 10 του Μπετόβεν, ο μαθητής πιανίστας, Μάνος Πανόπουλος, μάγεψε το κοινό με την καθοδήγηση του Μαέστρου Σπύρου Χολέβα, Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Δημοτικού Ωδείου Μεσολογγίου.
Μετά το πέρας της εκδήλωσης στο Βυρώνειο κτήριο, έγινε μετάβαση στον Κήπο των Ηρώων, όπου πραγματοποιήθηκε κατάθεση στο Μνημείο των Γερμανών Φιλελλήνων που πρώτο αναγράφεται το όνομα του Στρατηγού Νόρμαν, από τον Αντιδήμαρχο Νίκο Καραπάνο εκ μέρους του Δήμου της Ιερής Πόλης Μεσολογγίου, από την Πρόεδρο της ΒΕΜ, Ροδάνθη Φλώρου και από τον καθηγητή Κώστα Παπαηλιού, εκ μέρους του Κόμη Νόρμαν απόγονου του Φιλέλληνα, που ζει στην Γερμανία.
Ο μικρός Μάριος Χολέβας, ντυμένος και αρματωμένος με τον Ντουλαμά του, έδωσε τα στεφάνια και παρακολούθησε την όλη εκδήλωση με προσοχή και ενδιαφέρον.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Υποδιευθυντής της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αιτωλίας κ. Τέλωνας , ο Αντιδήμαρχος Νίκος Καραπάνος, οι Δημοτικοί Σύμβουλοι, Σπύρος Βασιλείου, Βιβή Πετρονικολού, Γιώργος Σωτηρακόπουλος και Πάνος Παπαδόπουλος, ο Πρόεδρος και Ιδρυτής της ”Διεξόδου”, Νίκος Κορδόσης, ο Πρόεδρος του ΕΨΥΠΕΑ, Πάνος Ζαβιτσανάκης, τα μέλη του ΔΣ του Εργαστηρίου Παναγία Ελεούσα, Ασπασία Καρατζογιάννη και Δώρα Ρουπάκη, ο Πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθανάσιος Σπυρόπουλος, ο Αντιπρόεδρος του Συλλόγου “Φίλοι της Λιμνοθάλασσας” Κωνσταντίνος Χριστογιάννης, μέλη της Βυρωνικής Εταιρείας, Συμπολίτες μας, επισκέπτες από Αθήνα και άλλες πόλεις του Νομού.
Η λήψη του βίντεο και οι φωτογραφική κάλυψη της εκδήλωσης έγινε από τον Νίκο Παπαλέξη.
H Βυρωνική Εταιρεία Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, διοργανώνει επετειακή εκδήλωση για τα 200 Χρόνια από τον Θάνατο στο Μεσολόγγι του Φιλέλληνα Στρατηγού Κάρλ Νόρμαν., την ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ και ΩΡΑ 11:00 στο ΒΥΡΩΝΕΙΟ κτήριο.
Για την εκδήλωση δεν θα αποσταλούν ατομικές προσκλήσεις.
Συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή, που καθόρισε με τρόπο τραγικό την Ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Το μαρτύριο της πρωτεύουσας της Ιωνίας υπήρξε η αποκορύφωση της εκτεταμένης ανθρώπινης τραγωδίας και ταυτίστηκε με τις πιο οδυνηρές στιγμές του ελληνισμού στην σύγχρονη εποχή.
Η Σμύρνη μια κοσμόπολη του 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα με μια πολυπληθή και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα, ήταν η Μητρόπολη του Μικρασιατικού ελληνισμού. Στις μέρες μας παρά τα ευρωπαϊκό της πρόσωπο, δεν ανακαλεί κάτι από το κοσμοπολίτικο παρελθόν της αλλά ζωντανεύει το μύθο της μέσα από τις αναμνήσεις, τις εικόνες και τις σελίδες των βιβλίων.
Η Ελλάδα διέθετε ιστορικούς τίτλους 3.000 χρόνων στα μικρασιατικά εδάφη, ενώ η μεγαλύτερη και ισχυρότερη μειονότητα της περιοχής ήταν η ελληνική αποτελούμενη από 2.500.000 Έλληνες.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τις δραματικές εξελίξεις που θα ακολουθούσαν και τις αρνητικές συνέπειές τους για τον Ελληνισμό, όταν στις 29 Απριλίου 1919 ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε στο υπουργείο εξωτερικών: «Αυτήν την στιγμήν το Ανώτατον Συμβούλιον της Συνδιασκέψεως απεφάσισεν όπως το εκστατευτικόν σώμα αποχωρήσει αμέσως δια Σμύρνην. Η απόφασις ελήφθη παμψηφεί. Ζήτω το έθνος!» και οι Σμυρναίοι άκουγαν από τα χείλη του πλοιάρχου Μαυρουδή το διάγγελμα του Βενιζέλου: «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών Πολέμων υπόδουλος από τον αυτόν σκληρότατον ζυγόν, εννοώ ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσουν σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
… Η ελληνική ελευθερία θα φέρη προς όλους, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, την ισότητα και την δικαιοσύνην».
Το πρωϊνό της 2ας Μαΐου 1919 άρχισε η αποβίβαση του ελληνικού στρατού σε διάφορα μέρη της προκυμαίας της Σμύρνης. Ένα δάσος από γαλανόλευκες υποδέχτηκε τον στρατό και ανάμεσά τους, ένα τεράστιο δαφνοστόλιστο πορτραίτο του Βενιζέλου. Κάτω από τις επευφημίες του Ελληνικού πληθυσμού οι στρατιώτες παρήλασαν στην προκυμαία. Για την γιορτινή για τον ελληνισμό της Σμύρνης ατμόσφαιρα της ημέρας εκείνης, χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Αλέξη Αλεξίου όπως καταγράφηκε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών: «Δύο Μαΐου του 1919 έγινε η ελληνική κατοχή. Όλη η Σμύρνη γιόρταζε ήταν σαν Πάσχα, ακούγονταν κανονιές από τα καράβια, παντού κυμάτιζε η γαλανόλευκη. Όλοι φορούσαμε στο στήθος μας εθνικές κονκάρδες. Όλοι τρέχουν στην προκυμαία κοπάδια, κοπάδια. Ξεφώνιζαν και τραγουδούσαν. Όλοι βιάζονταν να δουν τα ευζωνάκια, τον ελληνικό στρατό, τα ελληνικά καράβια: τον «Αβέρωφ», τον «Ατρόμητο», τον «Λέοντα». Έζησα τις αξέχαστες στιγμές της λευτεριάς…».
Στις 6 Μαρτίου αποκαταστάθηκαν οι τουρκικές πολιτικές αρχές, όπως όριζε η συμμαχική εντολή για την κατάληψη της πόλης. Σε λίγες ημέρες εγκαταστάθηκε στην Ιωνική πρωτεύουσα και η ελληνική διοίκηση με επικεφαλής τον ύπατο αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, πρόσωπο το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό αλλά αμφιλεγόμενο ρόλο στην μικρασιατική επιχείρηση.
Στα τέλη Ιουνίου του 1919 σύσσωμος ο ελληνικός λαός της Σμύρνης υποδέχθηκε με έξαλλο ενθουσιασμό τον Σμυρναίο αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο.
Τον Αύγουστο του 1920 επιβλήθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις στην σουλτανική κυβέρνηση η Συνθήκη των Σερβών, η οποία διέλυε την αυτοκρατορία και δημιουργούσε μια μεγάλη Ελλάδα. Η υπογραφή της δικαίωσε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και έκανε πραγματικότητα την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Η Ελλάδα προσαρτούσε την ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο ενώ της αναγνωριζόταν κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή της Σμύρνης.
Η ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων τον Νοέμβριο του 1920 και η επαναφορά στον θρόνο του γερμανόφιλου βασιλιά Κων/νου, έδωσε το πρόσχημα στους συμμάχους να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Τον Μάϊο του 1922 φθάνει στην Σμύρνη ο μητροπολίτης Πάφου και μεταφέρει μήνυμα αλληλεγγύης από τον κυπριακό στον μικρασιατικό λαό. Η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, η οποία όπως έγραψε στην απάντησή του ο Χρυσόστομος «βάλσαμον παρηγορίας ενεστάλλαξαν εις την καρδιάν των Μικρασιατών» ανέφερε μεταξύ άλλων: «Τμήμα αναπόσπαστον της όλης ελληνικής οικογένειας η νήσος ημών… ησθάνθη την ην και όλου του Ελληνικόν ανεκλάλητον χαράν, ότε την 2αν Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός ελάμβανε την εντολήν να φέρει μέχρι των ακτών και των μεσογείων της ηλιολούστου Ιωνίας του χαρμόσυνον ασπασμόν της ελευθέρας Πατρίδος…».
Όταν στις 18 Ιουλίου 1922 κηρύχθηκε η μικρασιατική αυτονομία οι σύμμαχοι ανακοίνωσαν στην ελληνική κυβέρνηση την άρνησή τους να τη δεχθούν.
Η από καιρό αναμενόμενη τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 15 Αυγούστου και η έως τότε αήττητη ελληνική στρατιά κατέρρευσε.
Από τις 19 Αυγούστου ο Στεργιάδης είχε δώσει επείγουσα και εμπιστευτική εντολή σε όλους τους αντιπροσώπους της ελληνικής διοίκησης να συσκευάσουν τα αρχεία των υπηρεσιών τους και να ειδοποιήσουν τους υπαλλήλους να είναι έτοιμοι για αναχώρηση. Ο λαός της Σμύρνης παρακολουθούσε πανικόβλητος την πόλη να γεμίζει από κυνηγημένους πρόσφυγες και καταπτοημένους Έλληνες στρατιώτες, που αναζητούσαν απεγνωσμένα δρόμο διαφυγής.
Είναι φανερό ότι όλα έχουν πια χαθεί. Οι στρατιωτικές και πολιτικές αρχές φρόντισαν την επιβίβαση του στρατού στα πλοία, αφήνοντας τους ανυπεράσπιστους κατοίκους στην τραγική τους μοίρα. Στο στρατηγείο ο λοχίας Κώστας Στούρνας θα υποστείλει για τελευταία φορά την ελληνική σημαία: «Να που την ώρα αυτή θα κατεβάσω από το κοντάρι της τη γαλάζια σημαία. Βγαίνω αδιάφορος και κοιτάω έναν όμιλο Τούρκων, που παρακολουθεί με περιέργεια και χαρά κάθε κίνησή μου. Κατεβάζω τη γαλανόλευκη σιγά – σιγά όπως γινόνταν τακτικά κάθε δειλινό εδώ και τρία χρόνια τώρα, κι αφήνω πάνω στο ψηλό κοντάρι της, το συρματόσκοινο, για να νομίσουν, ότι και το άλλο πρωί θα υψωθεί στη θέση της».
Στις 26 Αυγούστου το απόγευμα αναχώρησε ο Αριστείδης Στεργιάδης. Θα επιβιβαστεί σε αγγλικό πολεμικό. Από εκεί θα μεταφερθεί στη Ρουμανία και μετά στην Γαλλία, όπου θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η Ελλάδα είχε πια εγκαταλείψει την Σμύρνη. Πολλοί δυστυχισμένοι κάτοικοί της βρήκαν καταφύγιο κοντά στον μητροπολίτη τους στο προαύλιο της Αγίας Φωτεινής. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να φύγει, παρά τις επίμονες παραινέσεις, και έμεινε κοντά στο ποίμνιό του.
Στις 27 Αυγούστου οι πρώτοι Τσέτες μπήκαν στην πόλη και άρχισαν οι βιαιοπραγίες κατά των Χριστιανών. Ο παλιός διοικητής της πόλης Νουρεντίν μπέης, ανέλαβε ξανά τα καθήκοντά του και αφού ζήτησε να παρουσιαστεί ο Χρυσόστομος μπροστά του, τον παρέδωσε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο στα χέρια του οποίου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Οι Αρμένιοι δέχθηκαν το πρώτο κύμα των σφαγών και της λεηλασίας. Γράφει ο Χρήστος Αγγελομάτης: «Από της νυκτός όμως της 31ης Αυγούστου που το έργον της καταστροφής δια πυρός και σιδήρου της Αρμενικής συνοικίας είχε τερματισθή οι Τούρκοι στράφηκαν εξ ολοκλήρου προς τας Ελληνικάς».
Την τελευταίαν ημέρα του Αυγούστου ξεκίνησε η πυρκαγιά. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν στην αρχή την Αρμενική συνοικία και σύντομα επεκτάθηκε η φωτιά σε όλες τις ελληνικές γειτονιές. Σκηνές φρίκης και αποτροπιασμού διαδραματίσθηκαν κάτω από τα βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων. Χιλιάδες κόσμος συνωστίζονταν στην προκυμαία, κυνηγημένοι από τους Τούρκους και τη φωτιά. Ο διοικητής Νουρεντίν δίνει προθεσμία δύο εβδομάδων για την αναχώρηση του χριστιανικού πληθυσμού. Οι άνδρες από 18 έως και 45 ετών θα παρέμεναν ως αιχμάλωτοι μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών. Οι σφαγές και οι λεηλασίες εντάθηκαν. Ο Αμερικανός πρόξενος στην Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτον γράφει: «Χιλιάδες υποφέρουν και πεθαίνουν στην Σμύρνη. Η κατάσταση των ανθρώπων αυτών ξεπερνά κάθε περιγραφή. Δεν θυμάμαι επεισόδιο στην ιστορία παρομοίων ανθρωπίνων συμφορών. Έχοντας πίσω τους τα φλεγόμενα σπίτια τους, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρες και ημέρες στην προκυμαία της Σμύρνης – γυναίκες, άνδρες, παιδιά – κραυγάζοντες και εκλιπαρώντας για να φύγουν». Όσοι άνδρες πιάσθηκαν αιχμάλωτοι και δεν θανατώθηκαν αμέσως, οδηγήθηκαν σε πορείες θανάτου προς το εσωτερικό απ’ όπου λίγοι κατάφεραν να επιστρέψουν.
Τις τραγικές εκείνες μέρες η Σμύρνη ξεθεμελιώθηκε. Η φωτιά απλώθηκε στις χριστιανικές συνοικίες και αποτέφρωσε τέσσερα εκατομμύρια στρέμματα. Κάηκαν σχεδόν όλοι οι ορθόδοξοι ναοί της πόλης τα ιδρύματα τα σχολεία. Τρείς χιλιάδες χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και πολιτισμού τερματίστηκαν βίαια μέσα σε 15 ημέρες.
Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να βρει κανείς λόγια να περιγράψει τις φρικτές σκηνές εκείνων των ημερών. Μόνο ο άμεσος λόγος της περιγραφής των αυτοπτών μαρτύρων, μπορεί να δώσει το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας:
«…Τα πρώτα μηνύματα της Καταστροφής μας ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού μας. Είδα αξιωματικούς στο δρόμο, που ξήλωναν και πετούσαν τα γαλόνια τους και τα παράσημά τους.
Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε, ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε τη ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε…
Όλος αυτός ο κόσμος, χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο…
Όταν έφεξε η μέρα, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τουρκική καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες.
Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα, οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε και την ντρόπιαζαν, φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογκούσε. Προχωρούσαμε, όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό. Από κει θα σωθούμε.
Σαν πλησιάζαμε στο χωριό Πετρωτά είδαμε να ’ρχεται προς το μέρος μας ένα άλλο μπουλούκι, δηλαδή με αντίθετη κατεύθυνση. Μουρμουρίστηκε σε λίγο, ότι οι Τούρκοι διώχνουν τους χριστιανούς από το Κορδελιό, για να τους εμποδίσουν να φύγουν από κει. Κλαυθμός και οδυρμός!
Ο κόσμος τα ’χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγκος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας. Γυναίκες πολλές, με σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι που ερχόταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μια την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές απ’ αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε…
Τη μέρα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου, μέρα σημαδιακιά, μας πήρε ο πατέρας, περπατήσαμε κάμποσο και μπήκαμε στο μπουλούκι για να μπαρκάρουμε. Στο σημείο αυτό ήταν και στρατιωτικοί ξένης υπηκοότητας, όχι Τούρκοι. Πιάσαν τον μπαμπά μου και τον παππούλη μου και τους χώρισαν από μας. Τελικά ο πατέρας μου κι ο παππούλης μου μείναν, κι εμείς τα παιδιά με τη μητέρα μας και τη νενέ μας μπήκαμε στο βαπόρι «Ισμίντι».
Μόλις ξεκίνησε το βαπόρι, η μητέρα μου από την απελπισία της ήθελε να πέσει στη θάλασσα και την συγκράτησαν οι άλλοι πρόσφυγες. Εμένα πρήστηκε ο λαιμός μου και πονούσα αβάσταχτα. Και μ’ όλα αυτά έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη μέσα στο καράβι που σιγά σιγά απμακρύνονταν…»
(Αλέξης Αλεξίου, Σμύρνη)
«…Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσουμε πίσω. Πήγαμε και ακουμπήσαμε στην εκκλησία του Αη Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε, έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου. Εγώ με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δε μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες, ούτε φαΐ, ούτε νερό…»
(Θεοδώρα Κοντού, Γκριζαλιά)
«…Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν, για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς έως την άλλη. Τι να κάνει; Το ‘βαλε σε μιαν ακρούλα. «Ζήσε, κόρη μου, για τα άλλα σου παιδιά», της είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ, μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα πού να μ’ αφήσει να περάσω. «Αχ, παιδάκι μου», λέει η μάνα μου. Πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «Τσικάρ παρά» λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, του το ’δωσα. Μ’ αυτό γλίτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα και το ένα παπούτσι μου. Πέταξα και το άλλο στη θάλασσα. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι.
Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μην μπορέσουν ν’ ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν, ό,τι κάναν, μα σα πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί, τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν…».
(Άννα Καραμπέτσου, Νυμφαίο)
«…Μείναμε οι γυναίκες και τα παιδιά. Σκόρπιοι, ακόμη και οι συγγενείς, κατεβήκαμε μ’ έναν μπόγο ρούχα στην Πούντα της Σμύρνης. Κάθε νύχτα οι Τούρκοι συρνόντουσαν κρυφά, ως εμάς, και έκαναν επίθεση στα κορίτσια. Κείνην την ώρα θα ήθελες να είσαι εκατό χρονών. Πόσες δεν μασκαρεύουνταν και δεν ντύνονταν γριές, για να μην τις πλησιάζουν. Κάναν επίθεση. Φωνές, βοή ο κόσμος! Τα καράβια έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν προσωρινά, και πάλι τα ίδια. Φεύγαμε και πηγαίναμε στο νεκροταφείο. Κρύβαμε τα κορίτσια μέσα στα μνήματα, κι εμείς καθόμασταν από πάνω. Εκεί, δεν κινδυνεύαμε και από φωτιά.
Βλέπαμε κανένα καράβι, μας φαίνονταν πως μπορούσαμε να φύγομε, τρέχαμε στην Πούντα. Και συνωστισμός, συνωστισμός! Γυναίκες, παιδιά κάτω των δεκατεσσάρω χρονώ και γέροι πάνω από εβδομήντα. Τους άλλους τους κράτησαν ομήρους. Πόσοι δεν κατρακύλησαν στη θάλασσα! Κοπέλες, κορμιά, μπόγοι στην επιφάνειά της…»
(Μαρία Χάππα, Τζιμόβασι)
«…Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβούστε, είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σ’ εμάς. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν.
Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Πάλι έκαναν επίθεση, και πάλι τα ίδια.
Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα 20% δεν επήραν…»
(Ελένη Καραντώνη, Μπουνάρμπασι)
«…Η φωτιά προχωρούσε. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και τραβήξαν όλοι στην παραλία. Στο λεγόμενο Κορδόνι συγκεντρώθηκε όλος ο πληθυσμός. Και εκεί έφταξε η φωτιά.
Ο κόσμος προσπαθούσε να βγει έξω από την πόλη, πηγαίνοντας στην φρουρά κοντά. Οι φρουροί τους σκοτώναν και δεν τους αφήναν να σπάσουν την ζώνη, να βγούνε έξω και να φύγουν από κει.
Από την άλλη μεριά ήταν η φωτιά, δεν μπορούσαν να περάσουν, να φύγουν. Τότε όσοι ξέραν μπάνιο πέφταν στην θάλασσα. Αν τους βλέπαν οι Τούρκοι, τους σκότωναν μέσα εκεί. Εάν δεν τους βλέπαν, έφταναν στα συμμαχικά πολεμικά καράβια, που ήταν αραγμένα και υποστήριζαν τους Έλληνες. Τους άφηναν και σκαρφάλωναν απάνω στα καράβια και μόλις μπαίναν μέσα, τους ξανάριχναν στη θάλασσα! Άλλοι πνιγόντουσαν κι άλλοι έβγαιναν πάλι όξω…
Φτάνοντας στην Πούντα μας πιάσαν Τούρκοι πολίτες και μας κλείσαν μέσα σε κάτι φυλακές.
Το πρωί συγκεντρωθήκαμε πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι. Περνούσαμε από τους τουρκομαχαλάδες. Περάσαμε και από την Οβριακή. Οι Οβραίοι μας αποδοκίμαζαν χειρότερα από τους Τούρκους. Φτάξαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, στα Χιώτικα, όπου άρχισε η μεγάλη σφαγή…
Προχωρούσαμε για το Μπουνάρμπασι, όπου φθάσαμε το βράδυ και μας βάλανε σε συρματοπλέγματα. Άρχισαν και παίρναν πέντε – πέντε και πηγαίναν και τους σφάζαν…
Μετά κινήσαμε κινήσαμε για τη Μαγνησία. Εφτάξαμε το βράδυ και παραμείναμε εκεί. Έναν – έναν μας γδύσαν, όπως μας γέννησε η μάνα μας, και ψάχναν όλα τα μέρη των ρούχων, μήπως βρουν χρήματα. Το πρωί μπήκαμε μέσα στη Μαγνησιά. Εμαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι με σίδερα στα χέρια, με σπαθιά και στάθηκαν από την μια κι από την άλλη άκρια του δρόμου, που θα περνούσαμε και ανεβοκατέβαζαν τα σίδερα και τα σπαθιά και όποιος πρόφτανε και έσκυβε είχε καλώς, όποιος δεν πρόφτανε τον σκότωναν.
Ύστερα μας βάλαν στις αποθήκες κάποιου εργοστασίου. Οι αποθήκες αυτές ήταν από ασβέστη. Όπως επατούσαμε μέσα, σηκωνόταν η σκόνη του ασβέστη και με την αναπνοή μας απορροφούσαμε τη σκόνη του. Είχαν κάνει εγαύματα τα χείλη μας και το στόμα μας…
Ο προορισμός των αιχμαλώτων ήταν μέχρι τη Μαγνησιά. Εκεί ήρθε κάποια διαταγή να σταματήσει ο σκοτωμός και να καταγραφούν οι αιχμάλωτοι. Από τις πέντε χιλιάδες είχαμε μείνει χίλιοι. Οι τέσσερις χιλιάδες σκοτώθηκαν στο δρόμο…»
(Παναγιώτης Μαρσέλος, Σμύρνη)
Αυτό το μικρό αφιέρωμα είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στον μικρασιατικό κόσμο, που παρά το βαρύ φόρο αίματος που πλήρωσε, δεν χάθηκε αλλά προσφύγεψε μόνο. Οι 1,5 εκατομμύρια Έλληνες που ξεριζώθηκαν από την γενέθλια Γη εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους και να καταφύγουν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Οπλισμένοι με υπομονή και κουράγιο δημιούργησαν μια εποποιία στην μητέρα πατρίδα τους την Ελλάδα.
Οι άνθρωποι αυτοί με την εργασία τους, τις επιστημονικές και τεχνοκρατικές γνώσεις τους, το πάθος τους για δημιουργία και διάκριση, συνέβαλαν στην οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη τους έθνους. Μπορεί να έφτασαν στην Ελλάδα ρακένδυτοι, είχαν όμως μέσα τους την φλόγα της δημιουργίας και σύντομα αναδείχθηκαν σε πρωταγωνιστικό παράγοντα της νέας πατρίδας τους, με τις επιδόσεις τους στα Γράμματα, τις Τέχνες, τις Επιστήμες και την Οικονομία.
Σήμερα, οι απόγονοι της ηρωικής εκείνης γενιάς διατηρούν ακόμη στην καρδιά και το μυαλό τους άσβεστη τη μνήμη της κοσμοπολίτισσας, της «άπιστης» Σμύρνης, όπως την ονόμαζαν οι Τούρκοι, γιατί είχε κατά πλειοψηφία Έλληνες κατοίκους (220.000 Έλληνες στους 360.000 κατοίκους), της Σμύρνης της ελληνικής και είναι περήφανοι, όπως όλοι οι Έλληνες, ως κληρονόμοι αυτού του μεγάλου ελληνικού πολιτισμού, του Ιωνικού!
Με το κρουαζιερόπλοιο Serenissima ήρθαν στο Μεσολόγγι, Άγγλοι Βυρωνιστές για να περπατήσουν στα βήματα του Λόρδου Βύρωνα στην ηρωική πόλη που άφησε την τελευταία του πνοή
Την Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022, η ΒΥΡΩΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, είχε την χαρά να υποδεχθεί Άγγλους Βυρωνιστές που ξεκίνησαν το ταξίδι τους από την πατρίδα τους, ακολουθώντας τα βήματα του Byron στο πρώτο ταξίδι του για την Ελλάδα το 1809.
Πέρασαν από την Αλβανία, την Ηγουμενίτσα, το Αργοστόλι και έφθασαν στο Μεσολόγγι στην ιερή και ηρωική Πόλη, που ο ποιητής και φιλέλληνας άφησε την τελευταία πνοή του. Αυτό το ταξίδι είχε προγραμματισθεί πάνω από ένα χρόνο, αλλά η πανδημία και τα μέτρα που ελήφθησαν το καθυστέρησαν.
Επισκέφθηκαν την Βυρωνική Εταιρεία, με το Μουσείο και την Βιβλιοθήκη για τον Λόρδο Βύρωνα και τον Φιλελληνισμό και με ενδιαφέρον ξεναγήθηκαν από την Ροδάνθη-Ρόζα Φλώρου, Πρόεδρο της Βυρωνικής Εταιρείας Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, συνομιλώντας μαζί της για την ζωή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι που πέρασε τους τελευταίους τρεις μήνες της ζωής του, αλλά και για το ποιητικό του έργο.
Άκουσαν την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης και τους εντυπωσίασε η επετειακή έκθεση “ΕΠΑΝΑCYΣΤΑΣΗ’21: ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ” του ΕΙΜ. Είναι θαυμάσιο το γεγονός, ότι όλες οι πινακίδες και οι λεζάντες των κειμηλίων, χειρογράφων, Πινάκων ζωγραφικής κ.α., είναι και στα Αγγλικά, με την μέριμνα των επιμελητριών της, Νατάσας Καστρίτη και Ρεγγίνας Κατσιμάρδου.
Στην υποδοχή στο Μουσείο εκτός από την Πρόεδρο Ροδάνθη Φλώρου, ήταν και η φιλόλογος Διαμάντω Λιαπίκου, μέλος της ΒΕΜ.
Το πολυπληθές γκρουπ των ογδόντα πέντε Άγγλων επισκεπτών, συνόδευαν υπεύθυνοι της κρουαζιέρας και τρεις ξεναγοί, μεταξύ των οποίων και ο τοπικός διπλωματούχος ξεναγός, Γιώργος Αποστολάκος, που τους ξενάγησε εξαιρετικά στον Κήπο των Ηρώων και στην Δημοτική Πινακοθήκη.
Οι αγαπητοί φίλοι του Λόρδου Βύρωνα, αναχώρησαν αργά το απόγευμα με το πλοίο τους, με προορισμό την Ιτέα και τους Δελφούς.
Έφαγαν σε πολλά μαγαζιά του Μεσολογγίου και ενίσχυσαν οικονομικά την Πόλη, απογοητευμένοι όμως που τα εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά, λόγω Δευτέρας.
Την άνοιξη του 2023, σύμφωνα με το μέχρι σήμερα πρόγραμμα θα έρθει και άλλο κρουαζιερόπλοιο με Βυρωνιστές που θέλουν να γνωρίσουν το Μεσολόγγι τον τόπο που πέθανε ο λαμπρός φιλέλληνας Λόρδος Βύρων.
Φιλόλογος, Ταμίας στο Δ.Σ. της Βυρωνικής Εταιρείας Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου.
Η Σμύρνη, από την αρχαιότητα μέχρι και τους νεότερους χρόνους, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Μικράς Ασίας. Οι παράγοντες που ευνόησαν την ανάπτυξή της σε όλες τις εποχές ήταν η γεωγραφική της θέση - στη δυτική Μικρά Ασία, στον μυχό του ομώνυμου κόλπου, στα παράλια του Αιγαίου πελάγους, σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών-, η πλούσια ενδοχώρα της και το λιμάνι της.
Στην αρχαιότητα ήταν μία από τις πόλεις που διεκδίκησαν την καταγωγή του Ομήρου. Στην άκρη του Μέλητος ποταμού αναφέρει η παράδοση ότι γεννήθηκε ο ποιητής.
Η πόλη ιδρύθηκε, σύμφωνα με τον μύθο, από την αμαζόνα Σμύρνα ή Σμύρνη ή από τον Θησέα. Στην 3η π.Χ χιλιετία ήταν εγκαταστημένοι στην περιοχή Κάρες και Λέλεγες τους οποίους εξεδίωξαν οι Αιολείς όταν έφτασαν εκεί, γύρω στο 1000 π.Χ. Τον 8ο π.Χ αιώνα, Ίωνες από τον Κολοφώνα εγκαταστάθηκαν στην Σμύρνη, παραγκώνισαν τους Αιολείς και την προσάρτησαν στην Ιωνική δωδεκάπολη. Είναι η <<Παλαιά Σμύρνη>> όπως την αναφέρει ο Στράβων.
Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους (750 -480 π.Χ) η Σμύρνη και το λιμάνι της γνώρισαν μεγάλη ακμή. Περί τα τέλη περίπου του 4ου αιώνα π.Χ οι Σμυρναίοι έκτισαν την νέα τους πόλη στους πρόποδες του όρους Πάγου. Είναι η δεύτερη πόλη που το λιμάνι της έγινε πάλι κέντρο της ζωής της, γύρω από το οποίο κτίστηκαν ιερά, στοές και άλλα μνημεία. Ένα γκράφιτι 2500 ετών που βρέθηκε στο υπόγειο βασιλικής στην Αρχαία αγορά της Σμύρνης που είναι μία από τις μεγαλύτερες του αρχαίου κόσμου, απεικονίζει 21 πλοία και ρίχνει φως στην ιστορία του λιμανιού της αρχαίας πόλης, σύμφωνα με τον Akin Ersoy, καθηγητή του τμήματος Τουρκικής και Ισλαμικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Σμύρνης. Τα γκράφιτι αυτά απεικονίζουν εμπορικά και όχι πολεμικά πλοία που θα έκαναν ταξίδια στη Μεσόγειο τον 4ο, 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα μεταφέροντας εμπορεύματα από την Αίγυπτο και την Βόρεια Αφρική προς το Αιγαίο Πέλαγος. Η Σμύρνη πέρασε στους Ρωμαίους το 190 π.Χ και ακολούθησε περίοδος μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας. Κατά την βυζαντινή περίοδο παρέμεινε αξιόλογη πόλη και ακολουθώντας την μοίρα της αυτοκρατορίας περιήλθε στους Τούρκους οριστικά το 1424 μ.Χ.
Κατά τα μέσα του 16ου αιώνα ο αποδεκατισμένος από τις πολεμικές συγκρούσεις και τις καταστροφές ελληνικός πληθυσμός ενισχύθηκε από εποίκους που προέρχονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Επίσης Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί και άλλοι ευρωπαίοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη όπου κατέληγαν θαλάσσιοι και χερσαίοι δρόμοι από την Μεσόγειο, τις Ινδίες και την Κίνα.
Από τις αρχές ήδη του 18ου η οικονομική και εμπορική δραστηριότητα της πόλης είναι εντυπωσιακή όπως αποτυπώνεται στα κείμενα των περιηγητών και με τις εκτιμήσεις τους να ανεβάζουν τον πληθυσμό της από 100.000-130.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 26.000 ήταν Έλληνες. Στην οδό των Φράγκων, στο Φραγκομαχαλά, ήταν συγκεντρωμένη όλη η οικονομική και κοινωνική αριστοκρατία της ιωνικής πρωτεύουσας. Εκεί μαζεύονταν οι έμποροι όλων των εθνοτήτων και διέθεταν τα προϊόντα τους προς πώληση. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγο πριν την καταστροφή του 1922 η πόλη διέθετε τρεις μεγάλες τράπεζες. Ο Κερκυραίος λόγιος Αντώνιος Κασαΐτης (1742), έγραψε στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις ότι <<δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που να ξεπερνά την Σμύρνη σε θέματα ευγένειας και πλούτου>>. Και ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής Σουαζέλ Γκουφιέ παρομοίαζε την Σμύρνη με το Άμστερνταμ και το Μπορντώ και υποστήριζε ότι σε καμία πόλη της Ανατολής το εμπόριο δεν ήταν τόσο κερδοφόρο όσο στη Σμύρνη.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα ο ελληνισμός της Σμύρνης δοκιμάστηκε μετά την ναυμαχία στο Τσεσμέ (1770), κατά την οποία νικήθηκαν οι Οθωμανοί από τους Ρώσους, όταν οι μουσουλμάνοι στράφηκαν κατά του ελληνικού στοιχείου, σφάζοντας και βασανίζοντας τουλάχιστον 1.500 έλληνες. Έπειτα, το 1799 Ζακυνθινοί έποικοι και ομάδα γενιτσάρων αναστάτωσαν την πόλη. Το <<ρεμπελιό της Σμύρνης >>, όπως λέγεται η συμπλοκή, υπήρξε από τα σοβαρότερα πλήγματα που δέχτηκε η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, αφού χάθηκε μεγάλος αριθμός αθώων και άοπλων πολιτών, περιουσίες καταστράφηκαν και κάηκε μεγάλο μέρος της ελληνικής συνοικίας.
Μεγάλος όμως ήταν ο διωγμός του σμυρναίικου ελληνισμού μετά την κήρυξη της επανάστασης του 1821. Δεκάδες ελλήνων συνελήφθησαν, από τους οποίους 60 σφαγιάστηκαν στην αγορά της πόλης. Οι πρόξενοι των ευρωπαϊκών χωρών δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την συνέχιση των διωγμών και η πόλη έζησε επί εβδομάδες καθεστώς τρομοκρατίας.
Η καταστροφή του 1821 σήμανε και την προσωρινή οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Πολλοί σμυρναίοι κατέφυγαν στην Ελλάδα και πήραν μέρος στον αγώνα του 1821. Μετά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου (1826), σχηματίστηκε η <<Ιώνιος Φάλαγξ>>, στρατιωτικό τακτικό σώμα αποτελούμενο, μεταξύ των άλλων, από 150 Σμυρναίους και Βουρλιώτες, που πολέμησε σε διάφορες μάχες στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα.
Μετά το 1830 η Σμύρνη ξαναβρίσκει τους ρυθμούς ανάπτυξής της που είχε αρχίσει από τις αρχές του 18ου αιώνα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην επίσημη γαλλική στατιστική του 1875, όπου φαίνεται η πολυπολιτισμικότητά της, η σύνθεση του πληθυσμού που υπολογίζονταν τότε στις 150.000 κατοίκους ήταν:
Έλληνες: 60.000
Τούρκοι: 60.000
Εβραίοι: 15.000
Αρμένιοι: 10.000
Ευρωπαίοι (κυρίως Γάλλοι): 6.000
Και λίγο πριν την καταστροφή του 1922 ο πληθυσμός, χωρίς τα προάστια, ανέρχονταν στις 270.000 κατοίκους από τους οποίους ήταν:
Ο ελληνικός πληθυσμός που είχε συρρεύσει στην Σμύρνη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ευημερία αυτού του τόπου. Οι Έλληνες της Σμύρνης πήραν στα χέρια τους τον έλεγχο του διαμετακομιστικού εμπορίου και επέβαλαν ως επίσημη γλώσσα των συναλλαγών την ελληνική, υποχρεώνοντας έτσι τους ξένους να μάθουν να την μιλούν. Είναι επίσης μεσίτες αγροτικών προϊόντων, καπνών, βαμβακιού, βελανιδιών και οπίου. Ο έλεγχος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου βρισκόταν στα χέρια τους. Έλληνες επιχειρηματίες που διέπρεψαν αργότερα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έκαναν τα πρώτα επιχειρηματικά τους βήματα στην Σμύρνη (Ωνάσης, Σαρακάκης, Παπαδόπουλος κ.ά.). Το λιμάνι της, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, γίνεται το δεύτερο λιμάνι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι Ευρωπαίοι υπήκοοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη θα της προσδώσουν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Ενδεικτικό της κίνησης του λιμανιού της είναι ότι στα μέσα του 19ου αιώνα κατέπλεαν στο λιμάνι της κάθε χρόνο περισσότερα από 1.000 πλοία. Η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, μία από τις ευφορότερες της αυτοκρατορίας, ήταν περιοχή κατ εξοχήν αγροτική, όπου καλλιεργούνταν σύκα, σταφίδες, δημητριακά καπνός, βαμβάκι, ελιές, όπιο. Η πόλη αποτελούσε την μεγάλη αποθήκη των εμπορευμάτων που έφταναν από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, την Άγκυρα, την Προύσα, την Αττάλεια, το Ικόνιο, το Ερζερούμ, με προορισμό την Δυτική Ευρώπη αλλά και των δυτικών βιομηχανικών προϊόντων που έφθαναν εδώ με σκοπό να προωθηθούν στην Μικρασιατική ενδοχώρα.
Το ελληνικό στοιχείο όμως επικράτησε και σε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους όπως αλευροβιομηχανία, οινοποιία, σαπωνοποιία, βυρσοδεψία καθώς και στην επεξεργασία και τυποποίηση αγροτικών προϊόντων. Συγκεκριμένα στις 391 βιομηχανίες-βιοτεχνίες που είχε η Σμύρνη παραμονές του 1920, οι 344 ήταν ελληνικές. Οι Έλληνες δηλ. κεφαλαιούχοι κατείχαν την πρώτη θέση στην βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή.
Για τους έλληνες εμπόρους και βιομηχάνους της Σμύρνης η οικονομική τους ανάπτυξη δεν ήταν το πρώτο μέλημα τους. Έπρεπε να φροντίσουν και για την πνευματική καλλιέργεια των παιδιών τους, προκειμένου να διατηρήσουν την εθνική τους συνείδηση. Ήδη ο οικουμενικός πατριάρχης Γαβριήλ Γ΄ που καταγόταν από τη Σμύρνη σε συνεργασία με τον μητροπολίτη Σμύρνης το 1707 ίδρυσε ελληνικό σχολείο, διευθυντής του οποίου ήταν ο Διαμαντής Ρύσιος, παππούς του Αδαμαντίου Κοραή, και που το 1808 ονομάστηκε Ευαγγελική Σχολή. Το σχολείο αυτό κατείχε ξεχωριστή θέση στον τομέα της εκπαίδευσης, αναγνωρίστηκε επίσημα το 1862 από το ελληνικό κράτος και πολλοί επιμελείς μαθητές του έγιναν φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ι. Αναστασιάδης, Σ. Βέρας, Δ. Γληνός, Γ. Τενεκίδης, Σ. Σεφεριάδης, Γ. Μυλωνάς, Μ. Καλομοίρης, Γ. Ιωακείμογλου, ο νομπελίστας ποιητής Γ. Σεφεριάδης, η Διδώ Σωτηρίου, είναι μερικοί από τους άξιους απογόνους του Αδαμάντιου Κοραή. Εκτός όμως από την Ευαγγελική Σχολή υπήρχαν πολλά άλλα ενοριακά εκπαιδευτήρια και ιδιωτικά σχολεία μεταξύ των οποίων ξεχώριζε η σχολή Αρώνη. Για την εκπαίδευση των κοριτσιών γνωστά ιδρύματα ήταν το Κεντρικό Παρθεναγωγείο(1830) και το Ομήρειο Παρθεναγωγείο(1881). Τέλος οι Σμυρναίοι θέλησαν να ιδρύσουν και Πανεπιστήμιο, όμως τους πρόλαβε η καταστροφή της πόλης τους το1922.
Ανεκτίμητης αξίας όμως στην υπόθεση της διατήρησης της εθνικής συνείδησης των Σμυρναίων είναι η προσφορά του τύπου, βοηθώντας προς την κατεύθυνση αυτή και το έργο της εκκλησίας με επικεφαλής τον μητροπολίτη τους. Το 1831 ιδρύθηκε η πρώτη ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης <<Ο φίλος των Νέων>>. <<Μνημοσύνη>>, <<Ιωνικός>>, <<Παρατηρητής>>, <<Αμάλθεια>>, <<Πρόοδος>>, <<Εφημερίς της Σμύρνης>>, είναι κάποιοι από τους τίτλους των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν στη Σμύρνη. Εκτός από τι εφημερίδες κυκλοφορούσαν και πολλά περιοδικά, σατιρικά φύλλα, λογοτεχνικές εκδόσεις κ.ά.
Χάρη στην πολύπλευρη ενημέρωση και στην συναναστροφή τους με τους Δυτικοευρωπαίους, οι Σμυρναίοι γνώρισαν τον πολιτισμό τους και γρήγορα επηρεάστηκαν από αυτόν. Αγάπησαν το θέατρο, την μουσική, τον αθλητισμό και ίδρυσαν πλήθος συλλόγων και λεσχών. Φιλόμουσοι Σμυρναίοι και μαθητές από τη σχολή Αρώνη ίδρυσαν το σωματείο <<Ορφέας>> (1890), με στόχο σύμφωνα με το καταστατικό του την μουσική και γυμναστική διαπαιδαγώγηση των μελών. Αργότερα, όσοι θέλησαν να ασχοληθούν περισσότερο με τον αθλητισμό ίδρυσαν το <<Γυμνάσιον>>. Τα δυο αυτά σωματεία ενώθηκαν με τον τίτλο <<Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος>> το 1898. Το κορυφαίο όμως αθλητικό γεγονός της πόλης ήταν << οι Πανιώνιοι αγώνες>>, στους οποίους έπαιρναν μέρος αθλητές από την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, την Λέσβο, την Σάμο και άλλα μέρη της Ελλάδος. Οι διάφορες λέσχες που λειτουργούσαν στην πόλη – <<Ελληνική Λέσχη>>, <<Νέα Λέσχη>>, <<Λέσχη Σμύρνης>> – διοργάνωναν χοροεσπερίδες και άλλες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα και επεδίωκαν όχι μόνο την σύσφιγξη των σχέσεων με τους ξένους, αλλά και την οικονομική ενίσχυση των ευαγών ιδρυμάτων της πόλης τους (Νοσοκομείο, Παρθεναγωγείο κ.ά.).
Στο <<Θέατρο της Προκυμαίας>>, στην <<Εδέμ>> οι πρώτοι περιοδεύοντες θίασοι έδιναν τις παραστάσεις τους και στα καφενεία (<<Κιβωτός>>) απολάμβαναν το αναψυκτικό τους. Και όταν οι πρώτοι ελληνικοί και ξένοι θίασοι ήρθαν στην Σμύρνη, η ψυχαγωγική λέσχη <<Σπόρτιγκ Κλαμπ>>, πρόσθεσε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα, κατάλληλη για θεατρικές παραστάσεις (1894). Το 1911 όμως κτίστηκε το θέατρο της Σμύρνης στα πρότυπα της <<Όπερας>> του Παρισιού, με πλατεία και τέσσερις σειρές θεωρείων, στο οποίο όπως και στο <<Κραίμερ>> έδιναν τις παραστάσεις τους οι θίασοι της Κυβέλης και του Δ. Κοτοπούλη στον οποίο έπαιζε και η Μαρίκα. Το θέατρο της Σμύρνης λειτούργησε και ως χειμερινός κινηματογράφος. Την προβολή των καλύτερων ευρωπαϊκών ταινιών, των φημισμένων εταιρειών Γκωμόν, Πατέ, Εκλαίρ, εξασφάλιζαν και οι κινηματογράφοι <<Αστήρ>>, <<Παλλάς>>, <<Πάνθεον>>, <<Φοίνιξ>> κ.ά.
Όμορφη πολιτεία η Σμύρνη! Αυτάρκης, συγκροτημένη και οργανωμένη, ζωντανή και πολύβουη, δεν υπολείπονταν καμίας ευρωπαϊκής μεγαλούπολης εκείνης της εποχής. <<…Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελλαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, ο Κουλές, τα Τράσα, η Αγία Φωτεινή, η Αγία Κατερίνη, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που τοσερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, οι πουλητάδες των γιασεμιών, τα <<Πολιτάκια>> με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, όλα, έμοιαζαν σαν εύθυμες, πεταχτές κορδέλες, που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι.>> (Σωτηρίου).
<<…Αχ αυτά τα σπίτια που τα καμάρωνα όταν περνούσαμε! Μου άρεσε να τα κοιτώ. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όλες οι πόρτες ανοιχτές την ίδια ώρα. Έτρωγαν κι έξω έπεφτε άπλετο φως που σε προκαλούσε να κοιτάξεις μέσα. Λοιπόν τα βράδια έβλεπες τις οικογένειες μαζεμένες τριγύρω σε φρεσκοσιδερωμένα, λινά, άσπρα τραπεζομάντιλα και η υπηρέτρια απαραίτητη με μαύρο φόρεμα, άσπρη ποδίτσα και μπονεδάκι στο κεφάλι έφερνε τα φαγητά στο τραπέζι. Τα σερβίτσια άστραφταν και τα ποτήρια ήταν πάντα ακριβά, κολονάτα. Συναγωνίζονταν στη γειτονιά για την καλύτερη εμφάνιση…>> (Κουρτιάν).
Την ώρα όμως που η ανάπτυξη του Σμυρναίικου Ελληνισμού είχε φτάσει στο απόγειό του και τον Μάιο του 1919 στη Σμύρνη είχε αποβιβαστεί, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Ειρήνης ο ελληνικός στρατός, άρχιζε και το προμήνυμα της τραγωδίας που έληξε με τον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, αλλά και οι βλέψεις των συμμάχων του Α΄ παγκοσμίου πολέμου προκάλεσαν την τουρκική αντίδραση. Η υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών τον Αύγουστο 1920, που δημιούργησε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών και υλοποίησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, σήμανε και τον συστηματικό αγώνα εναντίον των Ελλήνων από τον Κεμάμ Ατατούρκ, εκφραστή του τουρκικού εθνικισμού. Ο Μικρασιατικός πόλεμος που διεξήχθη μέσα σε δυσμενείς συγκυρίες για την Ελλάδα, έληξε με δραματικές συνέπειες για τον Ελληνισμό. Ο ελληνικός στρατός που είχε φτάσει λίγο έξω από την Άγκυρα, αναγκάστηκε τον Αύγουστο του 1922 να υποχωρεί συνεχώς προς τα παράλια του Αιγαίου πελάγους, διωκόμενος από τα στρατεύματα του Κεμάλ.
Στις 27 Αυγούστου 1922 τουρκικές δυνάμεις του Κεμάλ μπήκαν στην πόλη της Σμύρνης. Την είσοδό τους ακολούθησε πυρπόλησή της και απηνής διωγμός των κατοίκων μπροστά στα απαθή βλέμματα των ξένων δυνάμεων. Κατά τον εμπρησμό της πόλης υπολογίζεται ότι καταστράφηκαν πάνω από 55.000 κτήρια, ιδιωτικά και δημόσια, και ότι η πυρπολημένη έκταση ξεπερνούσε τα 4.000.000 τετραγωνικά μέτρα. Οι άστεγοι κάτοικοι της Σμύρνης προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιβιβαστούν σε βάρκες και πλοιάρια για να σωθούν, φθάνοντας στα συμμαχικά καράβια που ναυλοχούσαν στο λιμάνι. Συχνά εμποδίζονταν όμως από τους άτακτους τσέτες, με αποτέλεσμα να υφίσταντο βιαιοπραγίες από αυτούς. Χιλιάδες κάηκαν ζωντανοί μέσα στις εκκλησίες. Οι δρόμοι της πόλης είχαν μεταβληθεί σε λίμνες αίματος και αποκλείονταν από τα πτώματα. Η Σμύρνη ήταν ένα απέραντο σφαγείο. Όσοι από τους κατοίκους δεν σκοτώθηκαν ή δεν πρόλαβαν να αναχωρήσουν με πλοία για την μητέρα Ελλάδα, γνώρισαν διώξεις, κακουχίες και πολλοί εξοντώθηκαν. Απερίγραπτες ήταν οι σκηνές θηριωδίας και αγριότητας των Τούρκων. Ανάμεσα στα θύματα τους ήταν ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος που βρήκε μαρτυρικό θάνατο, καθώς και δεκάδες από τους εξοχότατους εκπροσώπους της κοινότητας της Σμύρνης.
<<…Μια στο βρόντο οβίδα που θα έσκαγε πάνω από την τουρκική συνοικία θα συγκρατούσε τη θηριωδία των τούρκων. Μα η οβίδα αυτή δεν ρίχτηκε. Τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου. Κι έτσι με πύρινα γράμματα γράφτηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας τούτοι εδώ οι αριθμοί:
700.000 ΝΕΚΡΟΙ
1.500.000 ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ >> (Φωτιάδης, 1981).
Και αν οι Τούρκοι <<πέταξαν στη θάλασσα τους Έλληνες>>, ξερίζωσαν εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες και κατέστρεψαν στο διάβα τους έναν μεγάλο πολιτισμό που είχαν δημιουργήσει οι Έλληνες για αιώνες στη γη της Ιωνίας, δεν μπόρεσαν να σβήσουν τα ανεξίτηλα ίχνη που άφησε πίσω της, στη χαμένη πατρίδα, η ελληνική ψυχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημακοπούλου, Ν., Κόνδη, Σ. Σκουλάτου, Β. Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη. Έκδοση ΙΑ. Αθήνα. Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων. 1999.
Εμπρός: Ημερησία Εθνική Εφημερίς. 3 Σεπ 1922.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεότερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941. τ. ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών, 1977.
Κουρτιάν, Αντζέλ. Τα Τετράδια της Αντζέλ Κουρτιάν. Μνήμες από την Μικρασία, 1915-1924. Αθήνα. 1980.
ΣΜΥΡΝΗ: Η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Χαμένες Πατρίδες. ΤΑ ΝΕΑ. 2002.
[1] Η λέξη <<Λεβαντίνος>> είναι ιταλικής προέλευσης (levante=ανατολή). Γενικά η ονομασία αυτή δίνεται σε ακαθόριστης εθνικότητας άτομα, που ζουν στην περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και δεν είναι προσηλωμένοι ούτε σε πατρίδα ούτε σε θρησκεία.