Τις δυνατότητες που έχει η οικοτεχνία ως μέσον στήριξης και ανάπτυξης της οικονομίας ανέδειξε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Σπήλιος Λιβανός σε παρέμβασή του σε Ημερίδα που διοργάνωσε διαδικτυακά ο Δήμος Ηρακλείου Κρήτης και ο Αναπτυξιακός Σύλλογος Γυναικών Επιχειρηματιών Κρήτης, επισημαίνοντας ότι η σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τον τουρισμό, θα αποτελέσει εργαλείο τοπικής ανάπτυξης.
Όπως σημείωσε ο κ. Λιβανός η οικοτεχνία δίνει τη δυνατότητα στον μικρό παραγωγό για επιπλέον εισόδημα και μπορεί να αποτελέσει προ-στάδιο για μία μεγαλύτερη μεταποιητική δραστηριότητα. «Απευθύνεται κατά κύριο λόγο στον επισκέπτη, στον τουρίστα που θέλει να γευτεί ένα γνήσιο τοπικό προϊόν, το οποίο φέρει τα χαρακτηριστικά της τοπικής κουζίνας. Συνδέεται, επίσης, με την τοπική κουζίνα, τη γαστρονομία, ως πρώτη ύλη, η οποία όσο διατηρεί και αναδεικνύει στοιχεία παράδοσης και τοπικότητας τόσο αποκτά μεγαλύτερη αξία».
Η Ελλάδα έχει πολλές – μικρού μεγέθους – αγροτικές παραγωγές οι οποίες παράγουν εξαιρετικά προϊόντα, συχνά αποτέλεσμα βιολογικής γεωργίας. Όπως είπε ο κ. Λιβανός η ανάδειξη των συγκεκριμένων παραγωγών αποτελεί βασική μέριμνα και προτεραιότητα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. «Πιστεύουμε πως είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα της χώρας μας, εν πολλοίς ανεκμετάλλευτο. Συχνά στη μικρή παραγωγή βρίσκουμε την αναβίωση παλαιών καλλιεργειών, συναντούμε την ορθή γεωργική πρακτική, συναντούμε καινοτόμες ιδέες. Στη μικρή παραγωγή υπάρχει το περιθώριο της έμπνευσης, που συχνά λείπει στις εντατικές καλλιέργειες».
Πεποίθηση του κ. Λιβανού είναι ότι χρειαζόμαστε την παράδοση ως σύνδεσμο πολιτισμικό. Επισήμανε όμως ότι «αν όμως, δεν εξελιχθεί η παράδοση, γίνεται μουσειακό είδος, χάνει τη ζωτικότητά της». Και τόνισε ότι «Οι διατροφικές συνήθειες, η γαστρονομία αποτελούν κεντρικά στοιχεία της ταυτότητας ενός τόπου».
Σε ό,τι αφορά τους απασχολούμενους με την οικοτεχνία, όπως επισήμανε ο κ. Λιβανός, οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια καθώς σύμφωνα με το μητρώο οικοτεχνίας που διατηρεί το ΥΠΑΑΤ, στην οικοτεχνία δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός γυναικών, όμως δεν πλειοψηφούν (1031 άνδρες έναντι 735 γυναικών). «Δεν δείχνουν ποιος κάνει τη δουλειά, αλλά ποιος τη δηλώνει. ενώ δεν φανερώνουν και άλλες πτυχές της δραστηριότητας αυτής, όπως τον αντίκτυπο που έχει στην αγροτική κοινότητα. Διότι η γυναίκα της υπαίθρου είναι αυτή που μέσα από τους πολλαπλούς της ρόλους συνδέει την κοινότητα. Είναι μητέρα, παραγωγός, κρατάει το νοικοκυριό, είναι οικοτέχνης και ολοένα και συχνότερα επιχειρηματίας. Κρατάει στα χέρια της τη σκυτάλη του λαϊκού πολιτισμού την οποία παραδίδει στα παιδιά και στην κοινότητά της», πρόσθεσε.
