Γράφει ο Άκης Καρατζογιάννης

 

Ο εσμός των πατριδόπληκτων «ισλαμοφάγων» που επιτέθηκε μαζικά στο προηγούμενο άρθρο μου υπέρ της πρότασης αδελφοποίησης του Μεσολογγίου με πόλη της Παλαιστίνης, όσο κι αν προσπάθησε ν’ αυτομεγεθυνθεί μέσα στον βολικό μικρόκοσμο των προφίλ του Facebook (απέλπιδα εκτονώνοντας τα βαθιά του συμπλέγματα κατωτερότητας), διαψεύστηκε πανηγυρικά από την ίδια την πραγματικότητα της τοπικής μας κοινωνίας. Οι λάβροι σταυροφόροι του πληκτρολογίου αποδείχθηκαν όχι μόνο πνευματικά πια αλλά και αριθμητικά ελάχιστοι, ασήμαντοι: στη μεγάλη εκδήλωση αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη την προηγούμενη εβδομάδα παρευρέθηκε πάρα πολύς κόσμος, δίνοντας έμπρακτα την αποστομωτική του απάντηση, συνυπογράφοντας περήφανα το αίτημα.

 

Πρέπει εδώ να θυμίσω πως δεν είν’ η πρώτη φορά στον τόπο μας που οι ακροδεξιοί δημιουργούν ψευδείς εντυπώσεις. Το ίδιο συνέβη πριν από περίπου μια πενταετία, όταν το Μεσολόγγι φιλοξενούσε αρκετούς (κυρίως) Σομαλούς πρόσφυγες. Την περίοδο εκείνη διάφορα αστοιχείωτα, μισαλλόδοξα υποκείμενα αγόρευαν πύρινα στο Facebook εναντίον των «λαθρομεταναστών», των «μαύρων», των «μουσουλμάνων», που ήρθαν «φυτευτοί» να μας «κλέψουν», «βιάσουν», «σκοτώσουν» και να «αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας» (ρητορική που πυροδοτούσε και σιγοντάριζε με ψευδείς ειδήσεις ένα ακροδεξιό τοπικό μέσο ενημέρωσης). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας είχε αγκαλιάσει έμπρακτα τους κατατρεγμένους. Οι αλληλέγγυοι λοιπόν ήταν εκείνοι που έκαναν αισθητή τη φυσική τους παρουσία στην πόλη μας – όχι οι φασίστες.

 

Όσοι, τώρα, παρακολουθούσαν τότε τα τεκταινόμενα από μακριά, ενδεχομένως ν’ αποκόμισαν την αναληθέστατη εντύπωση πως το Μεσολόγγι τήρησε εχθρική στάση απέναντι στους πρόσφυγες που φιλοξενούσε. Αντίστοιχα, σήμερα, διαβάζοντας κανείς αναρτήσεις και σχόλια στο Facebook, εύλογα –μα εντελώς εσφαλμένα– θα υπέθετε πως οι Μεσολογγίτες δεν έχουν καμία διάθεση να στηρίξουν τον αγώνα των Παλαιστινίων. Γι’ αυτό και θέλω να ξεκαθαρίσω το τοπίο, ώστε να μη δημιουργούνται τέτοιες ψευδαισθήσεις ούτε στους λεγόμενους προοδευτικούς ανθρώπους, πως είμαστε μια χούφτα, ούτε στους ακροδεξιούς, πως είναι πλειονότητα. Δεν είναι. Τουλάχιστον όχι στον πραγματικό κόσμο – στο ίντερνετ, πιθανόν. (Όπως και στις κάλπες.)

 

Όποιος έχει ασχοληθεί έστω κι επιδερμικά με το φαινόμενο του φασισμού, ξέρει, σε γενικές γραμμές, την ψυχοσύνθεση των οπαδών του: άνθρωποι βαθύτατα συμπλεγματικοί, καταπιεσμένοι, δειλοί, μικρόνοοες και μικροπρεπείς, θεωρούν την κοινωνική ανισότητα και την οικονομική εκμετάλλευση των ευάλωτων ως φυσική τάξη των πραγμάτων, γι’ αυτό κι έχουν ανάγκη έναν ηγέτη, καθοδηγητή (τσοπάνη)· όσο εύκολα και μαζοχιστικά ταπεινώνονται στον ισχυρό, άλλο τόσο εύκολα και σαδιστικά ταπεινώνουν τον αδύναμο όταν τους δοθεί η ευκαιρία. Τα κοινωνικά δίκτυα, λοιπόν, για τους ακροδεξιούς, αποτελούν ένα ασφαλές μέρος αφενός εκτόνωσης συμπλεγμάτων, αφετέρου εξεύρεσης –κι εν συνεχεία αποθέωσης– ηγετών, όπου φουσκώνουν σαν γουρουνόψαρα που θέλουν να τρομάξουν τον εχθρό.

 

Η παρουσία κι η δυναμική των πολλών επίδοξων ηγεμονίσκων της Ακροδεξιάς στο διαδίκτυο είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την πραγματική τους απήχηση. (Το αυθαίρετο μπαλαντέρ αντεπιχείρημα της απανταχού Δεξιάς περί δήθεν «σιωπηλής πλειοψηφίας», φυσικά, δεν μας αφορά.) Ενώ τα βίντεο κι οι δημοσιεύσεις τους συγκεντρώνουν δεκάδες χιλιάδες προβολές, αντιδράσεις και υμνητικά σχόλια, οι –σπανιότατες– φυσικές εκδηλώσεις τους αποτυγχάνουν οικτρά, μην καταφέρνοντας να βγάλουν ούτε το εν χιλιοστό των οπαδών τους απ’ το θάλπος των ιντερνετικών τους καβουκιών. Η άρχουσα ελίτ επενδύει μεγάλα χρηματικά ποσά στη διαδικτυακή (και όχι μόνο, βέβαια) προώθηση της ακροδεξιάς ατζέντας (ασχέτως αν παράλληλα υποστηρίζει και χρηματοδοτεί καμπάνιες «συμπερίληψης» κ.ο.κ.), όμως αυτό δεν έχει σταθεί αρκετό για να σχηματιστεί ένας ισχυρός ακροδεξιός πυρήνας (τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα· τουλάχιστον όχι μέχρι στιγμής). Η Αριστερά κι οι αναρχικοί, αντίθετα, γεμίζουνε πλατείες, πάρκα, γήπεδα, πανεπιστήμια χωρίς την αντίστοιχη έντονη διαδικτυακή παρουσία.

 

Εύκολα, κατόπιν τούτου, συνάγουμε το συμπέρασμα πως το διαδικτυακό αποτύπωμα ενός πολιτικού χώρου δεν ταυτίζεται με το πραγματικό. Αλλά μήπως θα πρέπει να προεκτείνουμε το συμπέρασμα ορίζοντας τη διαδικτυακή πολιτική δράση ως αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικής; Όπου βλέπεις πολλά like, κράτα μικρό καλάθι, για να παραφράσουμε την παροιμία. Φαίνεται πως τα like και τα ιντερνετικά σχόλια λειτουργούν ως βαλβίδα εκτόνωσης της όποιας μαχητικότητας, καθώς επίσης, εξίσου συχνά, ως άλλοθι μιας ανύπαρκτης μαχητικότητας – εξ ου και η συστηματική τους κατάχρηση από τους –εξ ορισμού δειλούς– φασίστες. Οι αριστεροί κι οι αναρχικοί επιλέγουν ακόμα ως το καθαυτό πεδίο αγώνων τους τον «έξω κόσμο», υστερώντας αναγκαία στον διαδικτυακό.

 

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις εκλογές. Η Ακροδεξιά (όπως γενικότερα η Δεξιά, εν πολλοίς) κατατροπώνει την Αριστερά στις εκλογικές διαμάχες για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, ο τυπικός ακροδεξιός –με τη χαρακτηριστική του αφέλεια και τον υπνωτισμό που έχει υποστεί– αντιλαμβάνεται την ψήφο ως το πανίσχυρο, ιερό του όπλο ενάντια στο «σύστημα», το μοναδικό δε όπλο που πρέπει να του επιτρέπεται να διαθέτει· το θεωρεί φυσικό να ζητείται η «γνώμη» του μόνο μία φορά ανά τετραετία. Δεύτερον, ψηφίζει ακόμα κι αν κανένα απ’ τα υποψήφια κόμματα δεν τον εκφράζει – είναι υποχρέωσή του να διαλέξει κάποιο (σε μια ζωή που αποτελεί μια ατελείωτη σειρά συμβιβασμών, προστίθεται ακόμα ένας). Οι αριστεροί, τώρα, συχνά αρνούνται να μετριάσουν τις προσδοκίες τους και να υποχωρήσουν ιδεολογικά μπροστά στην κάλπη. (Για να μην αναφέρουμε τον κατακερματισμό της αριστεράς σε δεκάδες κόμματα λόγω αποκλίσεων σε λεπτές ιδεολογικές αποχρώσεις.) Δεν περιμένουν, εξάλλου, τις εκλογές (εδώ συμπεριλαμβάνονται κι οι αναρχικοί κατ’ εξοχήν) για να υψώσουν τη φωνή τους: διεκδικούν –πρέπει να διεκδικούν– καθημερινά, μες απ’ τις συνελεύσεις, τα σωματεία, τις απεργίες, τις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις.

 

Πολλοί αγωνιστές των δρόμων, της δημοσιογραφίας, των χώρων εργασίας απαξιώνουν την εκλογική διαδικασία. Η κύρια χρησιμότητά της, άλλωστε, είναι να νομιμοποιεί τη μαζική χειραγώγηση που ασκείται από την άρχουσα ελίτ προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της (κι όποιος ψηφίζει νομιμοποιεί αυτή την εξαπατητική διαδικασία). Οι ακροδεξιοί αποτελούν τα κατ’ εξοχήν θύματα αυτής της προπαγάνδας ήδη έχοντας επιλέξει την Ακροδεξιά, μια ιδεολογία υπέρ των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης του αδύναμου, ενάντια στα ίδια τους τα συμφέροντα – με μόνο αντάλλαγμα, ουσιαστικά, ένα πουκάμισο αδειανό: το «εθνικό φρόνημα».

 

Καταλήγοντας, ούτε το διαδίκτυο ούτε τα εκλογικά αποτελέσματα αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα – δεν μπορούν, εκ των πραγμάτων, να την αντανακλάσουν. Δημιουργούν απλώς μια εντύπωση τόσο ψευδή όσο και βολική: οι λεγόμενοι προοδευτικοί παραπείθονται πως αποτελούν ευάλωτη (οριακά απειλούμενη) μειονότητα, ώστε αρχίζουνε σιγά-σιγά να κρύβουν την πολιτική τους ταυτότητα αμυνόμενοι, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στα –λίγα, στην πραγματικότητα, κι αδύναμα– γουρουνόψαρα της Ακροδεξιάς, εγκληματικά ενθαρρύνοντάς τα να πολλαπλασιαστούν.

 

Είναι ευθύνη μας –όσων θέλουμε να λεγόμαστε προοδευτικοί– να τους φράξουμε το δρόμο. Και πρώτιστο καθήκον μας σ’ αυτή την καθημερινή μάχη είναι να μην αποκρύπτουμε την ταυτότητά μας, να την προβάλλουμε περήφανα και να την υπερασπιζόμαστε γενναία.

 

Την προηγούμενη εβδομάδα, εδώ στο Μεσολόγγι, αποδείξαμε πως υπάρχουμε πολλοί άνθρωποι, πως είμαστε περισσότεροι οι άνθρωποι απ’ τους φασίστες. Και μπορούμε –και οφείλουμε– να γίνουμε ακόμα περισσότεροι. Αρκεί να μην υποκύπτουμε στους μικρούς συμβιβασμούς της καθημερινότητας ενάντια στον εαυτό μας. Δεν φτάνει να μην είμαστε φασίστες – χρειάζεται και να μην είμαστε μικροαστοί για να είμαστε άνθρωποι.