Γράφει η Ανθή Παπαθανασίου
Ιστορικός
Είμαι ιστορικός. Από παιδί στο σχολειό αγαπούσα την ιστορία. Αυτό μετά σπούδασα και αυτό πάνω απ’ όλα κατηύθυνε τις αναζητήσεις μου. Παπαρρηγόπουλος, Βακαλόπουλος, Σφυρόερας, Σβορώνος … οργάνωσαν στέρεα μέσα μου την εικόνα της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας.
Ωστόσο το απόλυτο μάθημα ιστορίας, κάτι σαν μύηση, το διδάχθηκα στο Μεσολόγγι, όταν τυχαία βρέθηκα για πρώτη φορά, σε μία επέτειο της Εξόδου, βράδυ του Λαζάρου χρόνια πριν.
Πρώτη φορά εκείνο το σούρουπο στο κέντρο της άνοιξης, είδα τη λιτανεία και τις γεμάτες εικόνες από πρόσωπα σοβαρά, φορεσιές και σύμβολα.
Και τη στιγμή που περνούσε η εικόνα της Εξόδου, δύο Μεσολογγίτες, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, που στέκονταν δίπλα μου, σταυροκοπήθηκαν λέγοντας: «Άντε και Θεός σχωρέστους». Σήμερα δεν θυμάμαι τα πρόσωπά τους. Θυμάμαι ωστόσο τη θέρμη της φωνής τους, που άνοιξε μέσα μου το δρόμο για εκείνη την αλήθεια της ιστορίας, που πορεύεται στα γυρίσματα των χρόνων από γενιά σε γενιά, σαν φυσικό κίνημα της ψυχής. Τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν απλά μία λιτανεία, μία αναπαράσταση. Ήταν κοινωνία των μυημένων με το ιστορικό τους κέντρο, με τη μεγάλη Αρχή που τους όρισε. Μία ιερή μνήμη, σαν βίωμα και σαν κράτημα από ένα αίσθημα αθανασίας. Ήταν το αίτημα των συγχρόνων για διάρκεια στην έμπρακτη διατύπωσή του.
Ποίο το μέλλον, που μας προορίζεται, όταν δεν διακονείται η μνήμη;
Το δεύτερο μάθημα ιστορίας μου δόθηκε από οικείο μου πρόσωπο. Ήταν ο Μεσολογγίτης γιατρός Γεώργιος Τσούκαλος, ένας στέρεος άνθρωπος στην εποχή του, στο λειτούργημά του, στην κοινωνία του.
Καλεσμένη σ’ ένα τραπέζι γιορτής για κάποιο χαρμόσυνο γεγονός της οικογένειάς του, ένα τραγούδι της τάβλας, σαν προσευχή, ήταν το σημείο για την αρχή, σαν καλωσόρισμα στο γιορτινό τραπέζι. Ήταν το τραγούδι «του Μάρκου». Ένας θρήνος, που οι Μεσολογγίτες το ανακαλούν σε όλες τις γιορτές τους. Ακόμη και τα τραπέζια της χαράς αρχίζουν με το θρηνητικό αυτό τραγούδι, που τα λόγια του αποτυπώθηκαν στο συνολικό φαινόμενο της ζωής στο Μεσολόγγι, για να προηγούνται πάντα τα πρόσωπα της Μεγάλης Αρχής μας. Πράξη τιμής εις το διηνεκές.
Όση ώρα ακουγόταν το τραγούδι του Μάρκου, ο σεβάσμιος αυτός άνθρωπος, ο Γεώργιος Τσούκαλος, στην άκρα συγκίνηση, μόνος απ’ τους συνδαιτυμόνες, στέκονταν όρθιος, αποδίδοντας την πρέπουσα τιμή στο νεκρό πολεμάρχο, χρόνους και χρόνους μετά.
Τότε δεν πήρα μόνο ένα μάθημα ιστορίας, ένα μάθημα πατριωτικού ήθους και καταγωγικής ταυτότητας, πήρα την απόφαση να διαβάσω εκείνες της άλλες σελίδες ιστορικής γραφής, που στον κύκλο των χρόνων που έρχονται και φεύγουν, γράφονται αδιάκοπα στο Μεσολόγγι.
Από αυτό το άλλο είδος γραφής έμαθα για την ιστορία σαν βίωμα, για τη μνήμη που πρέπει να κληρονομηθεί, για τις συμπεριφορές που με πιστότητα πρέπει να τη διακονούν, σαν προαπαιτούμενο της συνοχής και της συνέχειας. Και σε διάρκεια χρόνων οργάνωσα τις εικόνες μου.
Πρώτοι δύο ευγενείς Μεσολογγίτες, ο Γεώργιος και ο Κίμων, αδελφοί Κοκοσούλα, με συνέδεσαν με το διαφορετικό νόημα του Μεσολογγίου και με το νόημα της αληθινής αρχοντίας, μέσα από τη φιλοξενία και από το πλούσιο αρχείο τους των φωτογραφικών ενθυμημάτων, που συντηρούσαν εικόνες που πέρασαν.
Άκουσα την Ακακία την Κορδόση να αποδίδει την εικόνα της Εξόδου.
Από τη φιλία μου με το Μεσολογγίτη γιατρό Νίκο Μαγκλάρα, ήρθα κοντά στο τελετουργικό των Αρματωμένων του Άη Συμιού. Τους είδα να παίρνουν τα άρματά τους από το χέρι του καπετάνιου και οι νοικοκυρές από σπίτι σε σπίτι να γλυκαίνουν το τελετουργικό, που σφράγιζε ο ήχος από το ξεροντάουλο και την πίπιζα. Και μετά τους είδα να επιστρέφουν από το ολονύχτιο γλέντι με τα χλωρά πλατανόφυλλα στο ζωνάρι τους…
Παρακολούθησα πιστά τη διαρκή προσπάθεια του ευπατρίδη Μεσολογγίτη Νίκου Κορδόση, να δικαιώνει και να μεγαλώνει την πόλη του και την ιστορία της από το δρόμο του πολιτισμού. Άκουσα τον Ιωάννη Μακρή να αφηγείται. Παρακολούθησα τους δρόμους της ιστορίας μέσα από συζητήσεις με τη Λούλα Αλεξανδροπούλου.
Από τη Ροδάνθη τη Φλώρου, γνώρισα τη διαρκή πραγματοποίηση ενός ιδανικού στο πλαίσιο της «Βυρωνικής Εταιρείας».
Γνώρισα από την Παναγιώτα Τσούκαλου – Πετροπούλου την συγκίνηση και την περηφάνια της μητέρας, που ο γιος της θα κρατούσε εκείνη τη χρονιά την εικόνα της Εξόδου. Άκουσα την παλλόμενη από συγκίνηση φωνή, του φίλου δικηγόρου Σωτήρη Αμούργη για την κόρη του Παναγιώτα, που εκείνη τη χρονιά ήταν η «Θυσία».
Άκουσα τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» στην πλατεία.
Και την πόλη απ’ άκρου εις άκρον…
Άκουσα και είδα και κατάλαβα ότι αυτό το είδος της ιστορίας που γράφεται μέσα στο χρόνο στο Μεσολόγγι, είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας μας!
Είναι η καταγωγή μας!
Έβλεπα ότι οι εποχές άλλαζαν, όμως οι άνθρωποι στο Μεσολόγγι έμεναν πιστοί στην ιστορία τους, στο Ιερό Δρώμενο και στον αξιακό τους κώδικα. Σ’ αυτή τη στέρεη γη, η αναπαλλοτρίωτη συλλογική μνήμη, έγινε σηματωρός στην κλίμακα του κάθε ανθρώπου από γενιά σε γενιά. Έτσι το μεγάλο γεγονός της Αρχής μας, η Έξοδος, απέκτησε μία άφθαρτη και μοναδική υπόσταση.
Το τρίτο μάθημα ιστορίας, μου το έδωσε εφέτος ανήμερα της 25ης Μαρτίου εκείνος ο ιερέας, που αφού τέλεσε το μνημόσυνο για τους πεσόντες στην Κλείσοβα, στάθηκε μπροστά από το μνημείο, φιγούρα μοναχική και έψαλε τον Εθνικό Ύμνο.
Η εικόνα αυτή, έκλεισε μέσα της, από μόνη της, την ηθική και το μεγαλείο του Αγώνα. Και πρέπει να κρατηθεί ως μάθημα ουσίας. Ο ιερέας αυτός μετέφερε στο νυν με την πράξη του, τον ορισμό της ιστορίας, όπως την έγραψε τότε το Μεσολόγγι.
Για μένα, μετά από όλη αυτή τη διαδρομή, κάθε φορά, από το πέρασμα της εικόνας της Εξόδου ή από το άκουσμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», μένει ένα δάκρυ σαν σήμα, που επικυρώνει τη ζωντανή ιστορία, όπως εξακολουθεί να τη γράφει το Μεσολόγγι.
Ένα διαρκές μάθημα για καταγωγή και σύγκριση και για τους αιώνες!