Γράφει ο Μιχάλης Α. Κοτίνης, δικηγόρος ε.τ. 

Μετά τη αφύπνιση των εθνοτήτων στα Βαλκάνια ( Ελληνική Eπανάσταση και άλλα κινήματα ) και τον Κριμαϊκό πόλεμο ( 1854 – 1856 ) το ενδιαφέρον της Ρωσίας για την προστασία των απανταχού Ορθοδόξων έναντι των Οθωμανικών καταπιέσεων στράφηκε προς στην υποστήριξη των Σλάβων ( κυρίως Βουλγάρων ) στη Βαλκανική.

Ετσι, μετά τον νικηφόρο ρωσοτουρκικό πόλεμο ( 1877-1878 ) , η Ρωσία, με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ( προάστιου τότε της Κωνσταντινούπολης ) της 3 Μαρτίου 1878 ( ν. ημ. ) , δημιούργησε τη Μεγάλη Βουλγαρία η οποία περιελάμβανε , μεταξύ άλλων , τη δυτική Θράκη και την Μακεδονία πλην της Χαλκιδικής και της Θεσσαλονίκης . H εφαρμογή της συνθήκης θα αποτελούσε την ταφόπετρα του Ελληνισμού.

H Αγγλία διέγνωσε ότι η συνθήκη αυτή με την έμμεση, έστω, διείσδυση της Ρωσίας στο βαλκανικό χώρο, συνιστούσε άμεσο κινδυνο στα ζωτικά της συμφέροντα ( κάθοδος στην Μεσόγειο και αποκοπή του δρόμου προς τις Ινδίες ) . Ετσι πέτυχε, μετά τρίμηνο, με τη συνθήκη του Βερολίνου ( 1/13 Ιουλόυ 1878 ) , να ανατρέψει τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.

Παρά τη σύντομη , τυπική διάρκεια η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου συνετέλεσε τα μέγιστα στην έξαρση του βουλγαρικού εθνικισμού και αποτέλεσε την απαρχή της δημιούργιας του λεγόμενου μακεδονικού ζητήματος.
Αρχικά το μακεδονικό εμφανίσθηκε υπό την γεωγραφική του μορφή. Δηλ. , μετά την προσδοκόμενη αποχώρηση των Οθωμανών από τα Βαλκάνια σε ποίους Ελληνες ή Σλάβους ( Σέρβους και Βουλγάρους ) θα περιερχόταν ο χώρος της Μακεδονίας. Αναπόφευκτα η διανομή του χώρου συνδέθηκε με τις εθνικιστικές τάσεις με αποτέλεσμα τη σύγκρουση μεταξύ αφενός Ελλήνων και ελληνιζόντων και αφετέρου Σλάβων, κυρίως Βουλγάρων. Αποκορύφωμα ο Μακεδονικός Αγώνας.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι οδήγησαν σε μια κατανομή του χώρου. Ετσι ,με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου ( 1913 ) ορίσθηκε : Ελληνες 51% περίπου του χώρου και οι Σλάβοι το υπόλοιπο ( Σέρβοι 39% και Βούλγαροι 10 % ) .
Αργότερα, η Κόμιντερν υπό την επιρροή του εξέχοντος μέλους της Βούλγαρου Δημητρώφ αποφάσισε τη συγκρότηση μιας ανεξάρτητης , ενιαίας Μακεδονίας και Θράκης στα πλαίσια μιας βαλκανικής κομμουνιστικής ομοσπονδίας . Την απόφαση αυτή αποδέχθηκε το ΚΚΕ, παρά τις αντιρρήσεις σημαντικών στελεχών του [1924] . Ετσι ο Δημητρώφ υπό το διεθνιστικό πρόσχημα πέτυχε να προωθήσει τις βουλγαρικές εθνικιστικές θέσεις στο μακεδονικό ζήτημα.

Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο , η Βουλγαρία συμμάχησε με τη Γερμανία . Μετά τη λήξη του πολέμου η πρωτοβουλία προώθησης του μακεδονικού ζητήματος περιήλθε στη Γιουγκοσλαβία. Ο Τίτο , μετά την απελευθερωση της χώρας από την γερμανική κατοχή, έκρινε ότι το γιουγκοσλαβικό κράτος έπρεπε να οργανωθεί υπό ομοσπονδιακή μορφή. Με τον τρόπο αυτό αφενός επεδίωκε να αμβλύνει την αβυσσαλέα αντίθεση μεταξύ Κροατών και Σέρβων, αφετέρου απέβλεπε να δημιουργήσει στο νότο ένα κρατίδιο στην ονομασία του οποίου περιέλαβε το όνομα Μακεδονία που θα μπορούσε μελλοντικά να προβάλει αξιώσεις και επί των τμημάτων της Μακεδονίας που ανήκαν στην Ελλάδα και στην Βουλγαρία.

Γι΄αυτό δεν αρκέσθηκε στην ονομασία του κρατιδίου ως «Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας » , αλλά επεδίωξε να διαμορφώσει ίδια μακεδονική συνείδηση, αναμιγνύοντας κατά τρόπο παράδοξο , αυθαίρετο και ανιστόρητο, σλαβικά στοιχεία και προφανή αρχαιοελληνικά δεδομένα, ιδία συνδεόμενα με την προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επιχειρήθηκε η δημιουργία ίδιας μακεδονικής γλώσσας με βάση τη βουλγαρική.

Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ( 1991 ) το ομοσπονδιακό κρατίδιο κατέστη ανεξάρτητη κρατική οντότητα με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας » .

Το 1993 ο Ο.Η.Ε. αποδέχεται την ένταξη της γειτονικής χώρας στους κόλπους του με την προσωρινή ονομασία « the former Yougoslav Republic of Macedonia » ( F.Y.R.O.M.) έως ότου υπάρξει αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία με την Ελλάδα για το ζήτημα της ονομασίας .

Η αδιάλλακτη στάση της FYROM κατέστησε αδύνατη την επίτευξη συμφωνίας .

Η πλειονότητα των κρατών της διεθνούς κοινότητας , μεταξύ των οποίων και των Η.Π.Α. , βαθμιαία , αναγνώρισε το γειτονικό κράτος με την ονομασία Μακεδονία .

Τελικά η Ελλάδα οδηγήθηκε στις 13 Ιουνίου 2018 να υπογράψει συμφωνία με το κράτος των Σκοπίων επίλυσης των μεταξύ των διαφορών ( Συμφωνία των Πρεσπών ) . Ακολούθησε κύρωση της συμφωνίας και από τα δύο μέρη και θέση της σε εφαρμογή.

Επίσημο όνομα ορίσθηκε : « Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας » και σε συντομία « Βόρεια Μακεδονία ». Ιθαγένεια θα είναι « Μακεδονική / πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» . Επίσημη γλώσσα θα είναι η « Μακεδονική γλώσσα » , η οποία ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών Γλωσσών. Στο άρθρο 7 αναγνωρίζεται οτι η εκατέρωθεν αντίληψη ως προς τούς όρους «Μακεδονία» και « Μακεδόνας » αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά και ειδικότερα διαχωρίζεται η Βόρεια Μακεδονία από « τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό , την Ιστορία , την κουλτούρα και την κληρονομιά » της Ελληνικής Μακεδονίας .

Μετά την κύρωση της συμφωνίας το Υπουργείο Εξωτερικών της ΠΓΜΔ προέβη σε ρηματική διακοίνωση με την οποία διευκρινίζει , μεταξύ άλλων , ότι ο όρος « Ιθαγένεια » της Συμφωνίας ως «Μακεδονική / πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας » αναφέρεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια και δεν προσδιορίζει ή προκαθορίζει την εθνοτική ένταξη / εθνότητα .

Η διευκρίνιση κρίθηκε αναγκαία γιατί η λέξη nationality στο πρωτότυπο κείμενο της Συμφωνίας που έχει υπογραφεί στην αγγλική γλώσσα , δεν έχει μόνο την έννοια της ιθαγένειας (έτσι αποδόθηκε στην ελληνική μετάφραση ) , δηλ. ιδιότητας του πολίτη κράτους αλλά και την ένδειξη εθνοτικής καταγωγής .