Ως αρμόδιος για την διατήρηση και προστασία των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους, ο Φορέας Διαχείρισης (Φ.Δ.) Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Ακαρνανικών Ορέων, προχώρησε στην ανάθεση προγράμματος επιστημονικής παρακολούθησης εντός της περιοχής ευθύνης του, με αντικείμενο τη βίδρα (Lutra lutra) και τίτλο: «Καταγραφή κατανομής και πυκνότητας παρουσίας της βίδρας στην περιοχή ευθύνης Φορέας Διαχείρισης (ΦΔ) Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Ακαρνανικών Ορέων».
Οι διακηρυγμένοι στόχοι του έργου ήταν:
α) η αποτύπωση της κατανομής και της πυκνότητας παρουσίας της βίδρας εντός της περιοχής μελέτης,
και β) η χωροθέτηση κατάλληλων θέσεων τεχνητών φωλιών για το είδος.
Ο Φορέας Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Ακαρνανικών Ορέων έχει την ευθύνη της διαχείρισης μιας περιοχής μοναδικά προικισμένης ως προς την αφθονία αλλά και την ποικιλία των υγρότοπων που φιλοξενεί.
Εκτός από τις λιμνοθάλασσες και τα πλούσια δελταϊκά συστήματα των ποταμών Αχελώου και Εύηνου, με τους εκτεταμένους αλμυρόβαλτους, τα έλη, τις αλυκές και τα αποστραγγιστικά κανάλια, στην περιοχή ευθύνης του Φ.Δ. περιλαμβάνονται τόσο οι λίμνες Τριχωνίδα, Λυσιμαχία, Οζερός και Αμβρακία, όσο και τα ορεινά ρέματα του Αράκυνθου, του Παναιτωλικού και των Ακαρνανικών Ορέων.
Στους υγρότοπους αυτούς, ζει την κρυφή ζωή του το κορυφαίο αρπακτικό των συστημάτων γλυκού νερού στην Ελλάδα: η πανέμορφη και παιχνιδιάρα βίδρα.
Η δραματική μείωση των πληθυσμών της βίδρας που σημειώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα σε μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής της κατανομής, ήταν επακόλουθη της υποβάθμισης των βιοτόπων της, με την αφαίρεση της παρόχθιας βλάστησης, τη μείωση των ιχθυοαποθεμάτων, την διευθέτηση της κοίτης των ποταμών και τη ρίψη τοξικών ρύπων.
Στην Ελλάδα η βίδρα θεωρείται απόλυτα προστατευόμενο είδος και η πολιτεία έχει αναλάβει την υποχρέωση της διατήρησης του είδους, των πληθυσμών και των ενδιαιτημάτων του.
Όπως και πολλά άλλα ζώα, οι βίδρες σχηματίζουν επικράτειες, τις οποίες και υπερασπίζονται. Για το σκοπό αυτό συχνά αποθέτουν τα περιττώματά τους σε εμφανή σημεία κατά μήκος της όχθης, κάτι που φαίνεται να χρησιμεύει στην επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών ατόμων.
Η έρευνα πεδίου για τη βίδρα στηρίζεται στην αναζήτηση και καταγραφή βιοδηλωτικών ενδείξεων του είδους, κυρίως περιττωμάτων και ιχνών, κατά μήκος ενός πυκνού δικτύου ερευνητικών σταθμών που καλύπτουν πλήρως το υδρογραφικό δίκτυο της προς μελέτη περιοχής.
Κάθε σταθμός ερευνάται προσεκτικά για αξιόπιστες βιοδηλωτικές ενδείξεις που να επιβεβαιώνουν την παρουσία βίδρας, και τα αποτελέσματα καταγράφονται σε ειδικό πρωτόκολλο.
Για τους σκοπούς της παρακολούθησης ορίστηκαν συνολικά 210 σταθμοί, οι 50 εκ των οποίων κρίθηκαν εξ αρχής ακατάλληλοι (στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν εποχιακά/ εφήμερα ρέματα χωρίς επιφανειακή ροή). Από τους 160 σταθμούς όπου πραγματοποιήθηκε έρευνα, προέκυψαν βιοδηλωτικές ενδείξεις στους 108, ενώ σε επιπλέον 16 σταθμούς η παρουσία του είδους θεωρήθηκε απόλυτα επιβεβαιωμένη, κυρίως μέσω πλήθους διασταυρωμένων αναφορών. Επομένως η παρουσία βίδρας επιβεβαιώθηκε (άμεσα ή έμμεσα) σε 124 σταθμούς. Το ποσοστό των θετικών σταθμών (77,5%) που καταγράφηκε είναι ενδεικτικό της ευρωστίας των πληθυσμών του είδους στην περιοχή, με τις βίδρες να εξαπλώνονται σχεδόν σε κάθε κατάλληλο διαθέσιμο ενδιαίτημα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα επιτρέψουν στον Φορέα Διαχείρισης να προχωρήσει στοχευμένα στις διαχειριστικές δράσεις εκείνες που θα διασφαλίσουν τη διαχείριση της βίδρας στην περιοχή. Μια από αυτές έχει ήδη δρομολογηθεί, αφού στα πλαίσια του ίδιου έργου χωροθετήθηκαν 6 πιθανές θέσεις για τεχνητές φωλιές για τη βίδρα, σε συγκεκριμένες περιοχές που κρίθηκαν κατάλληλες για το σκοπό αυτό.
Το πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Επιχειρησιακού Προγράμματος Υ.ΜΕ.ΠΕΡ.Α.Α. (Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη) μέσω ανάθεσης υπηρεσιών για την περιβαλλοντική παρακολούθηση προστατευόμενων ειδών