Γράφουν οι:
- Γρηγόριος Τσίγκας*, Επίκουρος καθηγητής καρδιολογίας Πανεπιστημίου Πατρών, επεμβατικός καρδιολόγος
- Ελένη- Ευαγγελία Κουφού, ειδικευόμενη καρδιολογίας, Υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών
Η πανδημία COVID-19 αποτελεί πλέον μία μείζονα αιτία θανάτου παγκοσμίως. Είναι γεγονός ότι τον τελευταίο χρόνο, από την εμφάνισή της και μετά, πολλά πράγματα άλλαξαν στις ζωές μας: υιοθέτηση αποστάσεων στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, επαναλαμβανόμενα lockdown, αλλά πιο αυστηρά και άλλα πιο χαλαρά, μείζονες επιπτώσεις στις οικονομίες των κρατών ανά τον κόσμο και το πιο σημαντικό όλων, για να σας απαντήσουμε και στο ερώτημα που θέσατε, είναι ότι 1,5 εκατομμύριο θάνατοι που σχετίστηκαν άμεσα με την COVID-19.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της, τον Μάρτιο του 2020, στον τομέα της υγείας, και ιδιαίτερα στον χώρο της καρδιολογίας παρατηρήθηκε μια σημαντική μείωση των εισαγωγών στο νοσοκομείο λόγω εμφράγματος ανά τον κόσμο, που οδήγησε τους καρδιολόγους στην υπόθεση ότι αυτό οφείλεται στον φόβο των ασθενών να προσεγγίσουν τα νοσοκομεία για να αναζητήσουν βοήθεια, εξαιτίας της απειλής του κορωνοϊού SARS-CoV-2, με συνέπεια κάποιοι να πεθαίνουν με έμφραγμα στο σπίτι τους.
Με δεδομένο ότι σε αρκετές περιοχές δεν αυξανόταν το ποσοστό των θανάτων στις αντίστοιχες χρονικές περιόδους, κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι η μείωση των εμφραγμάτων ήταν πραγματική. Οπότε θα πρέπει να αναλογιστούμε ποιες άλλες αλλαγές επέφερε ο κορωνοϊός στη ζωή μας.
Στην Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών και στα συνεργαζόμενα με εμάς Νοσοκομεία (Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, Γενικό Νοσοκομείο Αγρινίου, Γενικό Νοσοκομείο Πύργου) παρατηρήσαμε ότι και η Νοτιοδυτική Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτή την παγκόσμια πραγματικότητα. Από τα στοιχεία του νοσοκομείου μας, συγκριτικά με τα έτη 2018 και 2019, παρατηρήθηκε μείωση στα μείζονα εμφράγματα και αύξηση στον χρόνο που μεσολαβεί από την εκδήλωση των συμπτωμάτων μέχρι την άφιξη στο νοσοκομείο.
Στο σημείο αυτό να ανοίξουμε μια παρένθεση για να σας πούμε ότι την περίοδο του lockdown οι ασθενείς έφταναν στο νοσοκομείο με πολύ μεγαλύτερη καθυστέρηση απ’ ό, τι τα προηγούμενα χρόνια.
Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στην κατηγορία των εμφραγμάτων που εκδηλώνονται με ελαφρότερη συμπτωματολογία, αλλά μπορεί να υποκρύπτουν μεγαλύτερη νόσο στα αγγεία της καρδιάς. Συγκρίνοντας τα ιστορικά των ασθενών που έφτασαν στο νοσοκομείο με έμφραγμα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο για ασθενείς με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο, όπως το θετικό οικογενειακό ιστορικό, το κάπνισμα, ο διαβήτης, η νεφρική δυσλειτουργία, η γενικευμένη αγγειοπάθεια και η κολπική μαρμαρυγή.
Ως εκ τούτου, βρίσκονται εξαρχής σε υψηλότερο κίνδυνο από τους ασθενείς που είχαν λιγότερους παράγοντες κινδύνου.
Συγχρόνως, τα δημογραφικά δεδομένα των θανάτων στην περιοχή μας για τα έτη 2018, 2019, 2020 ήταν σταθερά, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει με σχετική ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι τα εμφράγματα πράγματι μειώθηκαν και οι ασθενείς δεν κατέληγαν στο σπίτι από το φόβο να προσεγγίσουν μια δομή υγείας.
Το επόμενο βήμα ήταν να ανακαλύψουμε τι έχει αλλάξει στη ζωή μας που θα μπορούσε να έχει συμβάλλει στη μείωση των εμφραγμάτων. Μέσω τηλεφωνικής έρευνας, 1014 άνθρωποι ερωτήθηκαν και απάντησαν για την αλλαγή στις συνήθειες τους την περίοδο της καραντίνας συγκριτικά με πριν από αυτή.
Οι ερωτήσεις ήταν εστιασμένες στους παράγοντες που καθιστούν μια ζωή «υγιεινή» και είναι αυτοί που συστήνονται στον πληθυσμό και κυρίως σε ανθρώπους με ιστορικό στεφανιαίας νόσου καθώς μπορούν να αποτελέσουν εκλυτικούς παράγοντες αυτής: κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, ώρες εργασίας και ώρες ύπνου ημερησίως, διατροφικές συνήθειες, κατανάλωση άλατος, άσκηση.
Tα αποτελέσματα μας συνοπτικά είχαν ως εξής: σημαντική μείωση του παθητικού καπνίσματος και του καπνίσματος σε περιστασιακούς καπνιστές (σε αντίθεση με τους ενεργούς καπνιστές που έμειναν ανεπηρέαστοι και στη διάρκεια της καραντίνας), μείωση στις ώρες εργασίας και αύξηση στις ώρες ύπνου ημερησίως, μείωση της κατανάλωσης junk food, αλκοόλ και άλατος, αύξηση της άσκησης σε ανθρώπους που προηγουμένως αθλούνταν περιστασιακά.
Τα αποτελέσματα αυτά λοιπόν μάς οδηγούν στα συμπέρασμα ότι τέτοιου είδους αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν πράγματι να επηρεάσουν την εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου, καθώς η εφαρμογή τους λειτουργεί σαν «πυροσβεστήρας» στην εκδήλωση εμφραγμάτων. Ουσιαστικά σταθεροποιείται δηλαδή η αθηρωματική πλάκα. Η ρήξη της οποίας από την άλλη, το σπάσιμο και η αποσταθεροποίηση της, είναι υπεύθυνη για την εκδήλωση του εμφράγματος, ιδιαιτέρως σε ασθενείς που δεν συγκεντρώνουν αρκετούς παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο.
Σ’ αυτήν, λοιπόν, τη δυσχερή περίοδο αρκετών περιορισμών που ζούμε, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι εφαρμόζοντας έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, με λιγότερο κάπνισμα, καλύτερη διατροφή, περισσότερες ώρες ύπνου και άσκησης, θα μπορούμε να χαιρόμαστε την «ελευθερία» της καθημερινότητάς μας με όσο το δυνατόν χαμηλότερα ποσοστά εμφραγμάτων και θανάτων στην κοινωνία μας. Στο τέλος θα είμαστε ικανοί να πάρουμε τις ζωές μας πίσω με έναν πιο υγιή τρόπο διαβίωσης!