Γράφουν:
- Γρηγόριος Τσίγκας
Eπεμβατικός Καρδιολόγος, Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας Καρδιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Πατρών
- Γεώργιος Βασιλάγκος
Ιατρός, Ερευνητικός Συνεργάτης Καρδιολογικής Κλινικής Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών
Σε μια εποχή που η στεφανιαία νόσος μπορεί να θεωρηθεί κύρια αιτία θνησιμότητας, με τον επιπολασμό της μάλιστα να αυξάνεται συνεχώς, η άσκηση αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προφυλακτικούς παράγοντες εκδήλωσης εμφράγματος. Από την άλλη αποτελεί κοινή παρανόηση η αποφυγή της άσκησης σε ασθενείς που έχουν ήδη εκδηλώσει ένα καρδιολογικό επεισόδιο υπό το φόβο έξαρσης των συμπτωμάτων στηθάγχης ή ακόμα και το θάνατο.
Πλέον είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους η σωματική άσκηση επιδρά ευεργετικά στη λειτουργία της καρδιάς. Πιο συγκεκριμένα, έχει ευνοϊκή δράση στους μηχανισμούς πήξης του αίματος, , βοηθάει στην ανάπτυξη παράπλευρων αρτηριών, βελτιώνει την λειτουργικότητα των κυττάρων που καλύπτουν όλες τις αρτηρίες (ενδοθήλιο) και ταυτόχρονα δια μέσω της βελτίωσης της λειτουργικής ικανότητας και μυϊκής δύναμης η άσκηση οδηγεί στη σταθεροποίηση των αθηρωματικών πλακών καθιστώντας τες λιγότερο επιρρεπείς σε ρήξη, μειώνοντας κατά συνέπεια την πιθανότητα ο ασθενής να πάθει έμφραγμα και να καταλήξει από αυτό. Φυσικά δε θα πρέπει κανένας να λησμονεί τις «παραδοσιακές» ευεργετικές επιδράσεις της άσκησης σε παχυσαρκία, αρτηριακή υπέρταση, διαβήτη, δυσλιπιδαιμία και καρδιοπνευμονική λειτουργία, παράγοντες που συνεπικουρούν και συμβάλλουν στην έκβαση της νόσου.
Ως εκ τούτου, η σωματική άσκηση έχει συμπεριληφθεί στις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες πρόληψης και θεραπείας τόσο της Ευρωπαϊκής όσο και της αντίστοιχης Αμερικάνικης Καρδιολογικής Εταιρίας.
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δυο πληθυσμούς στους οποίους πρέπει ως θεράποντες ιατροί να εντάξουμε σε ένα πρόγραμμα εκγύμνασης. Τους δυνητικά «ασθενείς» που πρέπει να ακολουθήσουν έναν υγιή τρόπο ζωής στα πλαίσια της καρδιαγγειακής πρόληψης, και εκείνους που βρίσκονται σε διαδικασία αποκατάστασης μετά από ένα οξύ καρδιολογικό επεισόδιο.
Όσον αφορά αυτούς της πρώτης κατηγορίας, έχει αποδειχθεί ότι κάθε αύξηση του επιπέδου άσκησης, όπως αυτό μπορεί να μετρηθεί με τα λεγόμενα μεταβολικά ισοδύναμα, σχετίζεται με 12-16% βελτίωση στην επιβίωση. Συνεπώς, η άσκηση ως θεραπευτική παρέμβαση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την πρόληψη της ΣΝ. Στον γενικό πληθυσμό συνιστάται να εκτελεί τουλάχιστον 150-300 λεπτά την εβδομάδα μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα-άσκηση ή 75-150 λεπτά έντονης έντασης ή ισοδύναμο συνδυασμό και των δύο, κατανεμημένων καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, με πρόσθετα οφέλη να αποκτώνται με ακόμη περισσότερη άσκηση. Φυσικά το λίγο είναι καλύτερο από το τίποτα. Άσκηση ακόμη και λιγότερο από 10 λεπτά έχει ευνοϊκά αποτελέσματα, αλλά φυσικά θα πρέπει να ενθαρρύνεται η προοδευτική άσκηση ακόμα και σε άτομα που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ελάχιστο, σε άτομα που κάνουν καθιστική ζωή, σε ηλικιωμένους ή και σε αυτούς με χρόνιες παθήσεις που δεν μπορούν να επιτύχουν τον εβδομαδιαίο στόχο. Μάλιστα το πρόγραμμα ασκήσεων με αντιστάσεις (βάρη ή λάστιχα) τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα σε συνδυασμό με αερόβια άσκησης 30 λεπτών 5-7 φορές την εβδομάδα προτείνεται ακόμα και για υπερτασικούς ή διαβητικούς ασθενείς για τα ευεργετικά του αποτελέσματα. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί ο υποπληθυσμός με μη ελεγχόμενη υπέρταση στον οποίο δε συστήνεται έντονη και απαιτητική άσκηση ή αν υπάρχουν ήδη εγκατεστημένες επιπλοκές από αυτήν, ενώ μικροί περιορισμοί απαντώνται στις κατευθυντήριες οδηγίες σε αθλήματα αντοχής και υψηλής κόπωσης σε ασθενείς μεγαλύτερους των 60 ετών με παράγοντες κινδύνου. Για μέγιστα οφέλη, προτείνονται σετ των 8-12 επαναλήψεων με συχνότητα τουλάχιστον 2 ημέρες την εβδομάδα σε μια ποικιλία από 8-10 διαφορετικές ασκήσεις που περιλαμβάνουν κάθε κύρια μυϊκή ομάδα. Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας μπορούν να εκτελέσουν περισσότερες επαναλήψεις μειώνοντας την αντίσταση και την ανάλογη δύναμη που χρειάζεται. Επιπλέον, συνιστάται στους ηλικιωμένους ενήλικες να εκτελούν ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης και ισορροπίας υπό σωστή καθοδήγηση και για την πρόληψη των πτώσεων.
Αφήνοντας το κομμάτι της πρόληψης, ο δεύτερος πληθυσμός αποτελείται από ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε διαδερμική στεφανιαία παρέμβαση (στεντ και «μπαλονάκι») ή καρδιοχειρουργική επέμβαση κυρίως λόγω ενός σοβαρού καρδιολογικού επεισοδίου. Και σε αυτούς, η εκγύμναση έχει συσχετιστεί στη βιβλιογραφία με σημαντική μείωση των ποσοστών θνησιμότητας, της επανεισαγωγής στο νοσοκομείο, του επανεμφράγματος αλλά και του άγχους που έχει προκληθεί από αυτό. Μάλιστα, είναι εντυπωσιακό πως τη στιγμή που μεγάλες μελέτες αποδίδουν στην άσκηση όφελος ίσο ή και μεγαλύτερο από τη φαρμακευτική αγωγή όσον αφορά την επιβίωση, η συμμόρφωση των ασθενών παραμένει απογοητευτική με 15-20% να αθλούνται συστηματικά.
Για να επωφεληθεί η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών από τα παραπάνω οφέλη, έχουν θεσπιστεί προγράμματα καρδιακής αποκατάστασης με βάση την άσκηση. Οι ασθενείς θα πρέπει να παραπέμπονται πρώιμα σε πρόγραμμα αποκατάστασης αμέσως μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, με διάρκεια 8-12 εβδομάδες μετά το καρδιακό επεισόδιο. Μάλιστα, κάθε εβδομάδα που καθυστερεί η άσκηση απαιτεί έναν επιπλέον μήνα άσκησης για να επιτευχθεί το ίδιο επίπεδο οφέλους. Όλα τα είδη αθλητικών δραστηριοτήτων μπορούν να εφαρμοσθούν, ωστόσο πρέπει να υπάρχει επαγρύπνηση για τυχόν ανάπτυξη νέων συμπτωμάτων. Συνήθως, απαιτούνται 3-6 μήνες προοδευτικά αυξανόμενης εντάσεως άσκησης, για να επιτευχθεί το κατάλληλο επίπεδο δραστηριότητας το οποίο καθορίζεται από το μέγιστο καρδιακό ρυθμό. Δεν αντενδείκνυνται αθλήματα που σχετίζονται με δύναμη και μικρή μυϊκή εργασία σε χαμηλό φορτίο.
Θα πρέπει βέβαια να τονισθεί ότι στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο δεν λειτουργούν προγράμματα καθοδηγούμενης αποκατάστασης και σε αυτό το πεδίο χρειάζεται να γίνει πολύ δουλεία ακόμα. Οι ασθενείς όμως δεν πρέπει να αποθαρρύνονται να ασκούνται και το επίπεδο της άσκησης εξαρτάται από την γενικότερη φυσική κατάσταση του εκάστοτε ασθενούς. Και σε αυτόν τον πληθυσμό ισχύει ότι έστω και μικρής διάρκειας άσκηση ωφελεί και υπάρχουν απλοί κανόνες έναρξης άσκησης όπως αργό βάδισμα με σταδιακή αύξηση της έντασης παρακολουθώντας μόνο την αύξηση της καρδιακής συχνότητας χρησιμοποιώντας «έξυπνα» ρολόγια.
Καταληκτικά, η φυσική άσκηση έχει αποδεδειγμένα ευεργετική επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα, με την εποχή «δαιμονοποίησης» της στους στεφανιαίους ασθενείς να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Είναι λοιπόν απαραίτητη η συμβουλευτική από το θεράποντα ιατρό να συστήνει και να συμβουλεύσει τον ασθενή με το πρόγραμμα εκγύμνασης που εξατομικεύεται ανάλογα του προφίλ των παραγόντων κινδύνου του, ενώ οι συστάσεις σχετικά με τον προαθλητικό έλεγχο δεν πρέπει να λησμονούνται.