
Έργο που φιλοτέχνησε ο εκ Τήνου καταγόμενος γλύπτης Αντώνιος Σώχος (1888 – 1975). Ο καλλιτέχνης αποδίδει την μορφή του Καψάλη βιβλική και αυστηρή. Την αποδίδει ως υπερφυσικό πρόσωπο, ως έναν τιτάνα, όπως και ήταν πράγματι ο Χρήστος Καψάλης.
Σαθρά τα θεμέλια του ελληνικού κράτους από της ιδρύσεώς του
Το 1926 το Μεσολόγγι γιόρτασε την πρώτη εκατονταετηρίδα από την Έξοδο με περίλαμπρες εκδηλώσεις που είχε οργανώσει ο δήμαρχος Χρήστος Ευαγγελάτος ευρισκόμενος στον δεύτερο μόλις χρόνο της δημοτικής του θητείας.
Στις εκδηλώσεις αυτές περιλαμβάνονταν και τα αποκαλυπτήρια των περισσοτέρων μνημείων και προτομών που και σήμερα δεσπόζουν στον Ιερό Κοιμητήριο των Ηρώων μεταξύ των οποίων και η προτομή του Χρήστου Καψάλη.
Μιας μορφής που ο καλλιτέχνης της Αντώνιος Σώχος την αποδίδει βιβλική και αυστηρή. Την αποδίδει ως υπερφυσικό πρόσωπο, ως έναν τιτάνα, όπως και ήταν πράγματι ο Χρήστος Καψάλης.
Προερχόμενος από προύχοντες γονείς υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι χάριν την οποίας διέθεσε τα χρήματά του και όλη του την κινητή και ακίνητη περιουσία.
Κατά την άφιξη του Βύρωνα παρεχώρησε το ένα από τα δύο συνεχόμενα Καψαλέικα σπίτια για την φιλοξενία του ποιητή ενώ το ισόγειο του σπιτιού, όπου διέμενε ο ίδιος, το είχε μετατρέψει σε αποθήκη πυρίτιδος και φυσεκοδετείο γιατί εκείνο το σημείο της πόλης προστατεύονταν καλύτερα από τα πυροβολεία των νησίδων Ανεμόμυλου και Μαρμαρούς.
Σε όλες τις συσκέψεις των πολεμικών συμβουλίων για την τύχη της πόλης, όταν πλέον ήταν παντελής η έλλειψη των τροφών και είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται ασθένειες χωρίς να υπάρχουν φάρμακα για την αντιμετώπισή τους, καλείτο να συμμετάσχει και ο εβδομηνταπεντάχρονος τότε Χρήστος Καψάλης. Παράλληλα, μαζί με τον επίσκοπο Ιωσήφ Ρωγών, περιφέρονταν στους προμαχώνες και εμψύχωνε τους αγωνιστές.
Όταν στις 8 Απριλίου 1826 συνήλθε το Συμβούλιο και αποφάσισε την Έξοδο, ετέθη το ερώτημα τι θα γίνουν οι μη δυνάμενοι να εξέλθουν. Ο Καψάλης, ακούγοντας την πρόταση του Γουρνάρα να σφαγούν τα γυναικόπαιδα και οι ανήμποροι, πρόβαλε σθεναρή αντίδραση και δήλωσε ότι αναλαμβάνει αυτός να τινάξει το σπίτι του στο αέρα μαζί με όσους δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων αλλά επιθυμούσαν να έχουν θάνατο ηρωικό.
Από το πρωί της 10ης Απριλίου, και αφού είδε την γυναίκα του Αλεξάνδρα Π. Παλαμά να πεθαίνει μπροστά του από τις κακουχίες και την πείνα, πήρε το ραβδί του και βγήκε στους δρόμους της πόλης καλώντας τις άρρωστες, τις ηλικιωμένες και τα γυναικόπαιδα να τον ακολουθήσουν.
Έτσι συγκεντρώθηκαν στο Καψαλέικο τετρακόσιοι λαβωμένοι, άρρωστοι, γέροντες και γυναικόπαιδα και, όπως αναφέρει ο Σπυρίδων Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ψάλλοντας εξόδιους και πατριωτικούς ύμνους προσήνεγκαν εαυτούς ολοκαύτωμα επί τη εισβολή των εχθρών.
Όμως ο δαυλός και η φωτιά του Καψάλη που πέρασε από την Παγκόσμια Ιστορία στον χώρο του Θρύλου, τους μόνους που δεν συγκίνησε ήταν τα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως των αγωνιστών οι οποίοι έκριναν και αποφάσισαν ότι ο Χρήστος Καψάλης, αυτός που όταν ήχησε η σάλπιγγα της Ελευθερίας, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και την χωλότητά του, έπιασε τα όπλα και ενσωματώθηκε στην Φρουρά αφού προηγουμένως είχε λάβει μέρος στις μάχες του Μακρυνόρους, αυτός που διέθεσε όλη του την περιουσία για τον Αγώνα, αυτός που προσέφερε τον εαυτό του θυσία στον βωμό της Πατρίδας και από τα τέσσερα παιδιά του τα τρία στην αιχμαλωσία και το τέταρτο σκοτωμένο στην Έξοδο, έπρεπε να καταταγεί στην Ε΄ !!! τάξη των αγωνιστών.
Και χρειάστηκαν να υποβληθούν αναφορές και υπομνήματα, να διατυπωθούν παράπονα, να υπογράψει για την προσφορά του ειδικό πιστοποιητικό ο υπαρχηγός της Φρουράς και διασωθείς από την Έξοδο Ιωάννης Ραζηκότσικας, να αλλάξουν κυβερνήσεις και να περάσουν τριάντα !!! περίπου χρόνια για αποκατασταθεί η μνήμη του ήρωα και να του απονεμηθεί μετά τον θάνατό του ο τίτλος του στρατηγού.
Αλλά την ίδια περιφρόνηση έδειξε το Ελληνικό μας Κράτος και στον γιό του Καψάλη τον Δημήτριο που σε ηλικία 11 χρόνων αιχμαλωτίστηκε στην Αίγυπτο και το 1846 επέστρεψε στο Μεσολόγγι αόμματος περιφερόμενος ρακένδυτος και πένης ανά τας οδούς ζητιανεύοντας για να επιβιώσει.
Και η Πολιτεία, λες και ήταν αυτή αόμματος, αδιαφορούσε πλήρως στις εκκλήσεις για την χορήγηση μιας στοιχειώδους συντάξεως που υπέβαλε γι΄αυτόν ο Θ. Παλαμάς, όπως αδιαφορούσε και μέχρι το 1862 που οι τελευταίοι αγωνιστές της Εξόδου των οποίων τα σώματα γέμοντα πληγών, μαρτυρούντα τον πατριωτισμόν, την γενναιότητα και την αυταπάρνησιν, γερόντων στερουμένων και αυτού του επιουσίου άρτου !!! με αναφορά τους προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ζητούσαν από την Κυβέρνηση να τους δώσει μία ελάχιστη αποζημίωση έτσι ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν.