Τα μαξιλάρια, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, μπορεί να αποτελούν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όμως στον Μεσαίωνα είχαν εντελώς διαφορετική σημασία.

Την εποχή εκείνη, τα μαξιλάρια δεν ήταν καθολικά διαδεδομένα, ούτε αντιπροσώπευαν απλώς την άνεση στον ύπνο — ήταν δείκτες κοινωνικής τάξης και προνομίου. Στους βασιλικούς και αριστοκρατικούς κύκλους, τα μαξιλάρια ήταν φτιαγμένα από πολυτελή υφάσματα, όπως μετάξι, σατέν ή βελούδο, και γεμισμένα με φτερά κύκνων ή χήνας.

Συχνά έφεραν λεπτεπίλεπτα κεντήματα, οικογενειακά εμβλήματα ή ακόμη και χρυσή κλωστή. Χρησιμοποιούνταν όχι μόνο για τον ύπνο, αλλά και ως διακοσμητικά στοιχεία στους θρόνους και στα καθίσματα των ευγενών. Όσο μεγαλύτερο και πιο περίτεχνο ήταν το μαξιλάρι, τόσο υψηλότερο θεωρούνταν το κύρος του κατόχου του.

Αντίθετα, οι αγρότες, οι τεχνίτες και οι φτωχότερες τάξεις είτε κοιμούνταν χωρίς μαξιλάρι είτε χρησιμοποιούσαν πιο τραχιές λύσεις, όπως διπλωμένα ρούχα ή σακιά γεμισμένα με άχυρο. Σε πολλές περιπτώσεις, τα μαξιλάρια θεωρούνταν ακόμα και περιττή πολυτέλεια ή «μαλθακότητα» από τη χριστιανική ηθική της εποχής, που επαινούσε την εγκράτεια και την αποφυγή σωματικής απόλαυσης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση μαξιλαριών στα μοναστήρια, όπου σε πολλά τάγματα οι μοναχοί απαγορευόταν να κοιμούνται με μαξιλάρια — ως ένδειξη ταπεινότητας και πειθαρχίας. Αντιθέτως, στις αίθουσες των ιπποτών, τα μαξιλάρια εμφανίζονται σε πηγές και εικονογραφήσεις ως μέρος της επίπλωσης σε χώρους στρατηγικής ή αναπαυτικής συζήτησης.

Επιπλέον, τα μαξιλάρια του Μεσαίωνα είχαν και τελετουργική χρήση. Σε βασιλικές στέψεις ή δοξολογίες, τα στέμματα και τα ιερά κειμήλια τοποθετούνταν πάνω σε περίτεχνα μαξιλάρια, τονίζοντας τη σημασία τους.

Έτσι, στον Μεσαίωνα, τα μαξιλάρια δεν ήταν μόνο αντικείμενα ύπνου, αλλά σύμβολα εξουσίας, πλούτου και κοινωνικής θέσης. Και παρόλο που σήμερα θεωρούνται απλά είδη σπιτιού, η ιστορία τους δείχνει πως κρύβουν πολύ περισσότερα από ό,τι φαίνεται στην πρώτη ματιά.