Σήμερα συμπληρώνονται 19 χρόνια από τον θάνατο του συμπατριώτη μας δημοσιογράφου Δήμου Μαυρομμάτη*. Στη μνήμη του αναδημοσιεύουμε άρθρο του στην Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 18/11/1998.


Όμως μόνο ως ψέμα μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός δυο εκλεκτοί πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας έφυγαν από την ζωή την ίδια μέρα (Πρωταπριλιά) με ένα χρόνο διαφορά.
Ήταν Πρωταπριλιά του 2002 όταν έφυγε από την ζωή ο Δήμος Μαυρομμάτης, ακριβώς ένα χρόνο μετά την ίδια μέρα έφυγε  από τη ζωή ένας από τους κορυφαίος μεταπολεμικούς ποιητές ο Θωμάς Γκόρπας, ο «ασυμβίβαστος» Μεσολογγίτης.


Αιδώς, Δίκη και πολιτική τέχνη

 

Του Δήμου Μαυρομμάτη*

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ παρέχει κάθε ημέρα σχεδόν ειδήσεις κατά παράδοσιν και κατά συνθήκην σοβαρές και πυροδοτεί εκτιμήσεις και αναλύσεις ποικίλες. Προϋπόθεση όμως για να έχουν όλα αυτά κάποια αξία πραγματική είναι η ύπαρξη πολιτικής κοινωνίας, που να νομιμοποιεί και να ελέγχει το πολιτικό σύστημα κάθε στιγμή.

Στη μετανεωτερική μας εποχή η ύπαρξη πολιτικής κοινωνίας εκλαμβάνεται μεν στατικώς ως κάτι το αυτονόητο, συχνά όμως η εμπειρία της πραγματικότητας αμφισβητεί αυτό το αυτονόητο και δημιουργεί την αίσθηση ότι η λειτουργία των πολιτικών υπερδομών οφείλεται στο φως του σβησμένου άστρου της πολιτικής κοινωνίας και ο φόβος του επερχόμενου σκότους αρχίζει να διαχέεται σε πολλούς.

Διευκολύνεται κανείς να δει καθαρά τέτοια μεγέθη με τη χρησιμοποίηση των απαρχών της πολιτικής σκέψης (όπως είναι πια η «μόδα» και εις την Εσπερίαν). Και να θέσει τα ερωτήματα που και τότε ετέθησαν. Ζούμε, δηλαδή, με τους κανόνες πολιτικής κοινωνίας ή σαν τους Κύκλωπες, όπως ο Όμηρος τους αντιπαραθέτει στην οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία, «τοῖσιν δ’ οὔτ’ ἀγοράν βουληφόροι οὔτε θέμιστες» («σ’ αυτούς δεν υπήρχε ούτε αγορά για να εκφράσουν τη βούλησή τους ούτε κανόνες συμπεριφοράς»); Για έναν τέτοιο έλεγχο ιδιαίτερα χρήσιμος θα ήταν ο πολιτικός λόγος και μύθος του Πρωταγόρα στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, μια καίρια και βαθιά πολιτική «συζήτηση».

Προϋπόθεση για την ύπαρξη συντεταγμένης πολιτείας, «εἰ μέλλει πόλις εἶναι», στον Πρωταγόρα τίθεται το «οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν». Αντίθετα, ο καθένας πρέπει «μετέχειν δικαιοσύνης τε και τῆς ἄλλης πολιτικῆς τέχνης». Η πρώτη απόπειρα συνοίκησης και συμβίωσης των ανθρώπων απέτυχε. Και ο λόγος, επειδή οι άνθρωποι τότε, στην προπολιτική εποχή, «ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τήν πολιτικήν τέχνην».

Στην πρωταρχική λοιπόν αυτή κατάσταση της ανθρωπότητας που δεν υπάρχει η «πολιτική τέχνη», ισχύουν μόνο τα ένστικτα. Η συντεταγμένη πολιτεία που διαθέτει «πολιτικήν τέχνην» εδράζεται στους φορείς αυτής της «τέχνης» – ο Αριστοτέλης την ορίζει ως σπουδαίαν και κυρίαν πασών, επιστήμην και τέχνην – που είναι οι πολίτες. Για την αντίληψη αυτή ο «πολίτης» είναι συγκεκριμένη «αρμοδιότης» του ανθρώπου, δικαίωμα και υποχρέωση, τόσον αυτονόητη ώστε ο άνθρωπος να ορίζεται ως «ζώον πολιτικόν» φύσει. Η μυθική αιτιολόγηση αυτής της επίκτητης ανθρώπινης ιδιότητας ως φυσικής είναι καθαρότερη από πολλές αναλυτικές. Την αποδίδει στον ίδιο τον θεό και τη φιλανθρωπία του, συνδέοντάς τη με τον προμηθεϊκό μύθο που προεκτείνει.

Ο Ζευς, αναφέρει ο πολιτικός μύθος του Πρωταγόρα, για να σώσει το ανθρώπινο γένος από την αλληλοεξόντωση, έστειλε τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την «αιδώ» και τη «δίκην», με το σκοπό να υπάρξει αρμονία στις πόλεις και φιλικοί δεσμοί μεταξύ των πολιτών που να τις στηρίζουν («ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καί δεσμοί φιλίας συναγωγοί»). Και ο μύθος ολοκληρώνεται με το βαθύτερο πολιτικό του νόημα και μήνυμα ως εξής: «Ο Ερμής ρωτάει τότε τον Δία πώς θα ήθελε να διανείμει στους ανθρώπους την δίκην και την αιδώ – αν θα ακολουθήσει το ίδιο σχέδιο όπως και για την κατανομή των τεχνών, δηλαδή ένα προικισμένο άτομο στην ιατρική να είναι στην υπηρεσία πολλών άλλων που αγνοούν την ιατρική, και το ίδιο για τις άλλες τέχνες».

»Προτίθεται να διανείμει στον κόσμο τη δίκη και την αιδώ σύμφωνα μ’ αυτό το σύστημα ή θα τη μοιράσει σε όλους τους ανθρώπους; Σε όλους τους ανθρώπους, απεκρίθη ο Ζευς, όλοι οφείλουν να συμμετάσχουν σ’ αυτές. Αν ένας μικρός μόνον αριθμός ανθρώπων τις διέθετε, όπως συμβαίνει με τις επαγγελματικές ικανότητες, οι πόλεις δεν θα υφίσταντο. Καθιερώστε ως νόμο προερχόμενο από μένα ότι εκείνος που θα είναι ανάξιος αμοιβαίου σεβασμού και δικαιοσύνης θα θανατωθεί σαν δημόσιος κίνδυνος».

Η πολιτική κοινωνία είναι, κατά το μύθο, συνέχεια και ολοκλήρωση της πολιτισμικής. Πρώτα ο Ζευς (ή ο Προμηθεύς) έδωσε στους ανθρώπους το «λόγον» και τις «τέχνες» και μετά την «αιδώ και την δίκην», την «πολιτικήν τέχνην». Αυτό πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα. Στη μετανεωτερική μας εποχή οι «τέχνες», ο τεχνικός πολιτισμός, δεν είναι αυτό που λείπει.

Ερευνητέον, όμως, είναι αν συνυπάρχουν και η «αιδώς» και η «δίκη», η «πολιτική τέχνη» δηλαδή, για να μπορούμε να προϋποθέτουμε την ύπαρξη «πολιτικής κοινωνίας» στις αναλύσεις μας. Και τούτο, η «πολιτική κοινωνία», είναι κάτι απολύτως διάφορον από τις τεχνικές της εξουσίας. Η «πολιτική τέχνη» δεν είναι η τεχνική των ολίγων. Είναι λόγος και τρόπος ύπαρξης των κοινωνιών.

 

*Ποιος ήταν ο Δήμος Μαυρομμάτης

Ο ΔΗΜΟΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ γεννήθηκε στον Αϊ-Λιά Μεσολογγίου το 1939. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Αθήνα όπου ζούσε από το 1957. Ήταν παντρεμένος με τη γιατρό Άννα Μεταξωτού και απέκτησαν μια κόρη, την Ειρήνη.

Ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και παρακολούθησε τα μαθήματα της Α΄ γυμνασίου στον Ορχομενό, όπου εργαζόταν, ως φιλόλογος, ο Χρηστός Μαυρομμάτης, θείος και κηδεμόνας του την εποχή που ο πατέρας του ήταν εξορία. Ολοκλήρωσε τον κύκλο των γυμνασιακών του σπουδών στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1957. Αποφοίτησε το 1962.

Διαμορφώθηκε σε περιβάλλον «συνυφασμένο με τις διώξεις των ηττημένων» και δραστηριοποιήθηκε, για πρώτη φορά, στα γυμνασιακά του χρόνια, στο Μεσολόγγι, στις μαθητικές κινητοποιήσεις για το Κυπριακό.

Μέλος της παράνομης ΕΠΟΝ στη Νομική Σχολή και του φοιτητικού συλλόγου «Η Θέμις», συνέδεσε το όνομά του με τις κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος και τις συγκρούσεις με την ΕΚΟΦ. Γραμματέας της Ν. ΕΔΑ στη Νομική, τραυματίστηκε σοβαρά, το 1960, από εκοφίτες. Εργαζόμενος φοιτητής για την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων στην Αθήνα, απασχολείται το 1961-62 στο Αρχείο Τύπου της ΕΔΑ και μετέχει στον ΣΕΦΣ και στον εθνοτοπικό σύλλογο των Αιτωλοακαρνάνων φοιτητών.

Το 1963-64 πραγματοποιεί την άσκησή του για δικηγορία στο Μεσολόγγι, αν και τελικά «αρνήθηκε να πάρει άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος». Συμμετέχει στο Ιδρυτικό Συνέδριο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου. Το 1966, στην οργανωτική αναδιάρθρωση της οργάνωσης, γίνεται μέλος του Προεδρείου της.

Την 21η Απριλίου 1967 βρίσκεται στο Ηράκλειο για «κομματική δουλειά». Παράνομος από την πρώτη ημέρα της δικτατορίας, κατάφερε να φύγει από την Κρήτη, μέσω Χανιών, και έφτασε στην Αθήνα. Με τη βοήθεια της γυναίκας του και του Νίκου Ζακυνθινού, παραδίδει τον «μυστικό» πολύγραφο της οργάνωσης στον πυρήνα των Λαμπράκηδων (Γ. Βότσης, Αρ. Μανωλάκος, Τώνια Μακρετάκη, Άννα Μεταξωτού, Χρ. Μίσσιος), με επικεφαλής τον Μίκη Θεοδωράκη που δημιούργησαν το ΠΑΜ. Συνελήφθη τον Μάιο του 1967 και κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια. Στη συνέχεια εκτοπίστηκε στη Γυάρο και στο Παρθένι της Λέρου, από όπου απολύθηκε, το 1969, «λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης του» ενώ είχε ήδη νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο «Άγιος Σάββας».

Μετείχε με ηγετική παρουσία, στον πυρήνα του «Χάους» στο Παρθένι στη διάρκεια της κράτησής του από τη δικτατορία, διαφωνώντας σοβαρά τόσο με το ΚΚΕ όσο και με το Γραφείο Εσωτερικού.

Στη μεταπολίτευση παρέμεινε ανέντακτος στο χώρο της Αριστεράς. Ιδρυτής, μαζί με τον Αντώνη Καρκαγιάννη, του εκδοτικού οίκου «Ολκός» και του περιοδικού Ο Πολίτης, εργάστηκε στη συνέχεια ως δημοσιογράφος σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες: Πρωινή Ελευθεροτυπία, Πρώτη, Μεσημβρινή, Δημοσιογράφος, Ελεύθερος Τύπος, Απογευματινή κ.ά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίδαξε στο Τμήμα Επικοινωνίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το τελευταίο του κείμενο γράφηκε και δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 17/3/2002, λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του. Ήταν μια δριμύτατη καταγγελία της ισραηλινής πολιτικής για το Παλαιστινιακό Ζήτημα, υπό τον τίτλο «Προς Εβραίους Επιστολή». Διαπιστώνοντας την τραγικότητα των γεγονότων, αυτός ο απόλυτα αισιόδοξος για την κοινωνία, και τον άνθρωπο, σε μια ύστερη δευτερολογία, έκλεινε το άρθρο του με το «Καληνύχτα Σας».