Στην μνήμη της Σπυριδούλας Κ. Αλεξανδροπούλου η οποία αφιέρωσε τις μνήμες της στη μεσολογγίτικη νέα γενιά, συμβολή στην απόκτηση αυτογνωσίας.
Γράφει ο Νίκος Παπουτσόπουλος
Τον μύθο του Ήταυρου, ένα κείμενο σαν μύθο ή παραμύθι, μιά ακόμη μαγευτική διήγηση, από τις πολλές της Αιτωλοακαρνανίας που γνώριζε και διέσωσε η Σπυριδούλα (Λούλα) Αλεξανδροπούλου, έκτακτη Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας, η οποία έφυγε από την ζωή στις τελευταίες ημέρες του 2022, είχε εμπιστευθεί προ ετών στον επιμελητή των σελίδων πολιτισμού.
Έναν μύθο ανάμεσα σε ιστορία και ποίηση και σε “διάφανα δειλινά να χάνουνται στο βάθος του ορίζοντα, καθώς τα χτυπούν ανελέητα αδιάκριτες δυτικές ακτίνες”, έως την χιλιόχρωμη δύση, τη δύση που με τα ανυπέρβλητα χρώματα του καταδύοντος χαρίζει ένα μοναδικό κλέος στην πολιτεία της λιμοθάλασσας.
Αυτήν, την ομηρική ‘περικαλλέα’ λίμνη, που λάτρεψαν θεοί και ήρωες και ποιητές και τής αφιέρωσαν μύθους και ιστορίες τις οποίες με πάθος και υπομονή κατέγραψε και εξύφανε στις σελίδες της υποδειγματικά η Λούλα Αλεξανδροπούλου, καθώς αναδείκνυε μέσα από μιάν ανεπανάληπτη αρχαία ιστορία, ιστορία δόξας και κλέους, που συνοδεύει την Ελλάδα από τους μυθικούς χρόνους ως την απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό.
Οι μελέτες της (από το ταξείδι του Τηλέμαχου στην Πύλο ατον Έλαο και τον Βάλτο, και από τα παλιά λιμάνια της λιμνοθάλασσας στην Παναξιώτισσα και την Πρεβέντζα και τα γεφύρια του Αλάμπεη) ‘σχετίζονται με την γεννέθλια γη το Μεσολόγγι’, όπως έγραφε (Αιτωλοακαρνανικά Μελετήματα, Αθήνα 2000), ‘και την μείζονα περιοχή του. Άλλα είναι απότοκος στενής επαφής με χώρους που γνώρισα υπηρετώντας, ή πραγματοποιώντας συχνές επισκέψεις όπως στην Ορεινή Ναυπακτία και στην Δωρίδα’.
Ο μύθος του Ήταυρου, ή μιά ιστορία, ένας μύθος που έκρυψε η λιμνοθάλασσα στ’ αρμυρίκια και τους καλαμιώνες και τις ρήχες της, ανάμεσα σε σταλίκια και πριάρια και πελάδες, ανάμεσα σε μνήμες και αφηγήσεις ψαράδων .
Διάφανα δειλινά καθώς τα κτυπούσαν οι δυτικές ακτίνες, και όπως ένα αλλόκοτο φως πλημμύριζε το στερέωμα από την Βαράσοβα ως την δύση και ως το Ιόνιο, πέρα από τις εκβολές του Αχελώου, ‘διακρίναμε από την βεράντα σαν μιάν άσπρη μακρυνή κουκίδα στο βάθος του ορίζοντα’.
Στο βάθος του ορίζοντα…, σε μιά ποίηση και νοσταλγία όμοια με εκείνην του Byron, που αψηφούσε κινδύνους κι αγνοούσε τις συστάσεις των γιατρών του, και ίππευε, πώς ίππευε (!) ως νέος Αλέξανδρος ή Μπότσαρης, ώς την Φοινικιά κι’ ως τα σάλτσινα κι’ ως τον πολύτιμο θησαυρό μιάς λιμνοθάλασσας όπου ανάσαινε έναν αλλόκοτο αέρα θυσίας και ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Διάφανα δειλινά…., ανάμεσα σε Βαράσοβα και λιμνοθάλασσα, σάλτσινα κι αλατοπήγια, μυριόχρωμης λιμνοθάλασσας που λικνίζει νωχελικά ανυπέρβλητα κάλλη και έρωτες και στίχους και μοιρολόγια και κρύβει τα πάθη και τις μνήμες, κι’ αγώνες και θυσίες….
Προς τα μυθικά δειλινά, προς τα εκεί ‘όπου είχαμε περιπλανηθεί πολλές φορές’ στις ‘αστείρευτες πηγές γνώσεων’ που ‘αποτελούν για εμάς τους αρχαιολόγους οι χειρόγραφες αναφορές που σώζονται στο αρχείο της Εφορείας ως πολύτιμος θησαυρός, οι προφορικές γνώσεις που μετέδιδε σε κάθε συνομιλία το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο που διατηρούσε μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής’ σύμφωμα με την αρχαιολόγο Δρ. Ολυμπία Βικάτου, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος. ‘Με μια τεράστια πολυδιάστατη δράση, με ένα πολυσήμαντο συγγραφικό έργο, η Σπυριδούλα Αλεξανδροπούλου υπηρέτησε άοκνα την ιδιαίτερη πατρίδα, το μαρτυρικό Μεσολόγγι που τόσο αγάπησε, και διαφύλαξε για τις επόμενες γενεές μια μεγάλη και πλούσια παρακαταθήκη.
Με την προσήλωση και την αγάπη που την χαρακτήριζαν για τα μνημεία και τον πολιτισμό κατάφερε να μεταλαμπαδεύσει σε πολλούς νέους και νέες, αυτές τις αρετές που η ίδια ακατάπαυστα υπηρέτησε τόσο από τη θέση της Λυκειάρχου όσο και από τη θέση της Επιμελήτριας Αρχαιοτήτων.
Σε περιόδους που δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα και το προσωπικό της Υπηρεσίας ήταν λιγοστό, με τον ζήλο και τη θέρμη που την διακατείχαν κατάφερε να ξεπεράσει τον χρόνο, τις δυσκολίες, τον κόπο, τα έξοδα για να μπορέσει να ερευνήσει και να προφυλάξει αρχαιότητες σε όλη την Αιτωλοακαρνανία. Το χρέος μας μεγάλο σε μια σπουδαία γυναίκα του πολιτισμού και των γραμμάτων’.
‘Σε εμπεριστατωμένη μελέτη του εκελεκτού επιστήμονος (Ελ. Π. Αλεξάκη, Συμβολικός ανταγωνισμός μεταξύ Κοινοτήτων στη Ναυπακτία, Αθήνα, 2000), γίνεται λόγος για τον μυστηριώδη Ήταυρο ή Νήταυρο, ο μύθος του οποίου αναφέρεται για την Αιτωλοακαρνανία, στις περιοχές του κάμπου της Ναυπάκτου, των εκβολών του Μόρνου, του Αστακού και της λίμνης Τριχωνίδος, από τα νερά των οποίων ακουγόταν μιά φωνή, κάτι σαν βρυχηθμός ή βογκητό, αποδιδόμενοι στον Ήταυρο η Νήταυρο.
Σε περιοχές όπως π.χ. στην Ναυπακτία, η μυστηριώδης φωνή του Ήταυρου συνδέθηκε με το στοιχειό, τον Νήταυρο, που οδηγεί στην πίστη σε ‘ένα θεριό/στοιχειό που γίνεται αντιληπτό από το δυνατό μούγκρισμά του’ (Αλεξάκης). Η άγνωστη πηγή προελεύσεως του δυνατού βρυχηθμού απετέλεσε αντικείμενο ερεύνης παλαιοτέρων επιστημόνων (π.χ. Πολίτης Ν. Γ., Νεοελληνική Μυθολογία, τομ. Α-Β, Αθήναι 1904, Παραδόσεις, τομ. Α-Β, εν Αθήναις). Η άγνωστη πηγή προελεύσεως του δυνατού βρυχηθμού απετέλεσε αντικείμενο ερεύνης παλαιοτέρων επιστημόνων στις παραπάνω περιοχές.
Όμως, υπάρχει και η περίπτωση της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.
Από τα παιδικά μου χρόνια, έχει μείνει έντονη η ανάμνηση από μερικά καλοκαιρινά βράδυα του σπιτιού μας το ‘ταρατσάκι’, όπως αποκαλούσαμε τότε την βεράντα μας. Όταν είχε φεγγάρι, το βραδυνό τραπέζι στρώνονταν σ’ αυτήν που ήταν επάνω από το νερό της λιμνοθάλασσας, καθώς το οικόπεδο του σπιτιού κατελάμβανε ένα μικρό νησάκι, συνδεδεμένο με τον κεντρικό δρόμο, ο οποίος ξεκινούσε από την πλατεία της πόλεως.
Από την βεράντα η θέα ήταν μαγευτική, μπροστά της απλωνόταν όλη η ανατολική λιμνοθάλασσα μέχρι το βάθος του ορίζοντα, που τον έκλεινε η τρίκορφη Βαράσοβα, δεσπόζοντας του ευηνοχωρίτικου κάμπου και των εκβολών του Ευήνου. Αυτή η περιοχή της ανατολικής λιμνοθάλασσας ήταν ακατοίκητη και σε μεγάλο βάθος από την γεμάτη καλαμιές ακτή της, μόνον “σάλτσινα” απλώνονταν με μοναδικό κτίσμα το ερημικό εκκλησάκι της “Βαγγελίστρας”. Τα διάφανα δειλινά καθώς τό κτυπούσαν οι δυτικές ακτίνες, τό διακρίναμε από την βεράντα σαν μιάν άσπρη μακρυνή κουκίδα στο βάθος του ορίζοντα.
Προς τα εκεί είχαμε περιπλανηθεί πολλές φορές, όταν, παιδιά, με κλεμμένες βάρκες τριγυρίζαμε στις ρήχες της λιμνοθάλασσας μαζεύοντας αχιβάδες (αφθονούαν τότε) και ψάχνοντας για γλαροφωλιές στ’ αρμυρίκια των ερημικών νησόπουλων. Στην Βαγγελίστρα δεν φθάσαμε ποτέ, η απόσταση ήταν μεγάλη και βαρύ το “σταλίκι” στα παιδικά μας χέρια για πολύωρη διαδρομή, αλλά και για άλλον ένα λόγο: εκεί ήταν ο Ήταυρος, που ακούγαμε πολλές φορές από την φεγγαρόλουστη βεράντα μας μέσα στην απόλυτη ησυχία της καλοκαιρινής νύχτας.
Μεγαλώνοντας, συνηθίσαμε πλέον τον τον μακρυνό παράξενο ήχο, χωρίς όμως και να έχωμε ξεδιαλύνει το μυστήριό του. Μάς είπαν για θρόισμα καλαμιών (όμως πάντοτε στη νυχτιά επικρατούσε απόλυτη άπνοια), για βρυχώμενο ζώο, που όμως δεν το είχε δει κανείς. Και η κυρία Ευτυχία, γυναίκα του ψαρά μπάρμπα-Σπύρου, η γειτόνισσα της κοντινής “πελάδας”, μάς διαβεβαίωνε ότι ήσαν οι ψυχές αυτών που έφυγαν.
Αργότερα, σε συζήτηση για τον Ήταυρο, συνομιλητές μου δεν πίστεψαν στα λεγόμενά μου, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για μυθεύματα της λαϊκής φαντασίας.΄Όμως εμείς της ανατολικής “αμπολιάς”, στου “Καλλιαντέρη”, είχαμε ακούσει το μυστηριώδες βογκητό του Ήταυρου, γειτονοπούλα, παιδούλα τότε: “Ναί, τον ακούγαμε τα βράδυα”, αναθυμήθηκε σε συζήτηση για τον Ήταυρο (μαρτυρία Σοφίας Βουλιμιώτη, ετών 58, Μεσολόγγι 2003).
Πού να βρεί καταφύγιο το μικρό πουλάκι στην κατεστραμμένη από τις επεμβάσεις των Νεοελλήνων λιμνοθάλασσα, την άλλοτε “περικαλλέαν λίμνην” του Ομήρου;
Πάνε πολλά χρόνια που δεν ξανακούσαμε το βογκητό του Ήταυρου από την Βαγγελίστρα, οι καλαμιώνες της οποίας εξαφανίστηκαν από τις αποξηράνσιες και τις επιχωματώσεις της ακτής της. Στο μεταξύ μαθεύτηκε πως ο ήταυρος ήταν πουλί, ο “μυστηριώδης ερωδιός των καλαμιώνων,… σπάνιο πουλί που ίσως να μη φωλιάζει πιά στην Ελλάδα” (Φατσέα Ελένη, Παίζουμε το καλάμι; Ερευνητής-Καθημερινή, 7.6.2008).
Αναδημοσιεση από την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ